Ο Επίκουρος (341 π.Χ. - 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή, εν ονόματι Κήπος του Επίκουρου, η οποία θεωρείται από τις πιο γνωστές σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας.
Ο Επίκουρος (Σάμος, 341 π.Χ. - Αθήνα, 270 π.Χ.) ήταν ένας αρχαίος έλληνας φιλόσοφος ιδρυτής του Επικουρισμού, μιας από τις πιο γνωστές σχολές της ελληνιστικής φιλοσοφίας.
[επεξεργασία]Πηγαία
Ὁ θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς· τὸ γὰρ διαλυθὲν ἀναισθητεῖ͵ τὸ δ΄ ἀναισθητοῦν οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς.
Ο θάνατος δεν είναι τίποτε για εμάς, διότι αυτό που έχει αποσυντεθεί δεν αισθάνεται και αυτό που δεν αισθάνεται δεν είναι τίποτε για εμάς.
Κύριαι Δόξαι, 2
Ὅρος τοῦ μεγέθους τῶν ἡδονῶν ἡ παντὸς τοῦ ἀλγοῦντος ὑπεξαίρεσις. ὅπου δ΄ ἂν τὸ ἡδόμενον ἐνῇ͵ καθ΄ ὃν ἂν χρόνον ᾖ͵ οὐκ ἔστι τὸ ἀλγοῦν ἢ λυπούμενον ἢ τὸ συναμφότερον.
Όριο του μεγέθους των ηδονών είναι η εξάλειψη κάθε πόνου. Όπου είναι παρούσα η ηδονή και για όσο διάστημα είναι παρούσα, δεν υπάρχει τίποτε που να προξενεί πόνο ή λύπη ή και τα δύο μαζί.
Κύριαι Δόξαι, 3
Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως.
Είναι αδύνατον να ζεις ευχάριστα χωρίς να ζεις σοφά, έντιμα και δίκαια και είναι αδύνατον να ζεις σοφά έντιμα και δίκαια χωρίς να ζεις ευχάριστα.
Κύριαι Δόξαι, 5
Ὁ δίκαιος ἀταρακτότατος͵ ὁ δ΄ ἄδικος πλείστης ταραχῆς γέμων.
Ο δίκαιος άνθρωπος έχει ηρεμία, ενώ ο άδικος είναι γεμάτος ταραχή.
Κύριαι Δόξαι, 17
Ὧν ἡ σοφία παρασκευάζεται εἰς τὴν τοῦ ὅλου βίου μακαριότητα πολὺ μέγιστόν ἐστιν ἡ τῆς φιλίας κτῆσις.
Από τα αγαθά που παρέχει η σοφία για τη μακαριότητα της ζωής στο σύνολό της το μέγιστο είναι η απόκτηση της φιλίας.
Κύριαι Δόξαι, 27
Ταῖς γὰρ ἰδίαις οἰκειούμενοι διὰ παντὸς ἀρεταῖς τοὺς ὁμοίους ἀποδέχονται͵ πᾶν τὸ μὴ τοιοῦτον ὡς ἀλλότριον νομίζοντες.
[Οι άνθρωποι], καθώς είναι εξοικειωμένοι διαρκώς με τις δικές τους αρετές, αποδέχονται τους ομοίους τους και θεωρούν ξένο κάθε τι το διαφορετικό.
Επιστολή προς Μενοικέα, 124
Πᾶν ἀγαθὸν καὶ κακὸν ἐν αἰσθήσει· στέρησις δέ ἐστιν αἰσθήσεως ὁ θάνατος.
Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι ακριβώς η στέρηση της αίσθησης.
Επιστολή προς Μενοικέα, 124
Μήτε νέος τις ὢν μελλέτω φιλοσοφεῖν͵ μήτε γέρων ὑπάρχων κοπιάτω φιλοσοφῶν. οὔτε γὰρ ἄωρος οὐδείς ἐστιν οὔτε πάρωρος πρὸς τὸ κατὰ ψυχὴν ὑγιαῖνον. [...] ὥστε φιλοσοφητέον καὶ νέῳ καὶ γέροντι͵ τῷ μὲν ὅπως γηράσκων νεάζῃ τοῖς ἀγαθοῖς διὰ τὴν χάριν τῶν γεγονότων͵ τῷ δὲ ὅπως νέος ἅμα καὶ παλαιὸς ᾖ διὰ τὴν ἀφοβίαν τῶν μελλόντων.
Ούτε όταν κάποιος είναι νέος να αργοπορεί να φιλοσοφήσει, ούτε όταν είναι γέρος να καταπονείται φιλοσοφώντας. [...] Πρέπει, λοιπόν, να φιλοσοφεί και ο νέος και ο γέρος: ο ένας ώστε, καθώς γερνά, να παραμένει νέος μέσα στα αγαθά – από ευγνωμοσύνη προς τα όσα έγιναν -, και ο άλλος, αν και νέος, να είναι συνάμα και ώριμος, καθώς θα είναι απαλλαγμένος από το φόβο για όσα θα γίνουν.
Επιστολή προς Μενοικέα, 122
Οὐθὲν γάρ ἐστιν ἐν τῷ ζῆν δεινὸν τῷ κατειληφότι γνησίως τὸ μηδὲν ὑπάρχειν ἐν τῷ μὴ ζῆν δεινόν. ὥστε μάταιος ὁ λέγων δεδιέναι τὸν θάνατον οὐχ ὅτι λυπήσει παρών͵ ἀλλ΄ ὅτι λυπεῖ μέλλων. ὃ γὰρ παρὸν οὐκ ἐνοχλεῖ͵ προσδοκώμενον κενῶς λυπεῖ.
Για εκείνον που κατανόησε πραγματικά ότι δεν υπάρχει τίποτε το φρικτό στο να μη ζει, δεν υπάρχει τίποτε το φριχτό στο να ζει. Επομένως, είναι ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι επειδή θα υποφέρει όταν έρθει ο θάνατος, αλλά επειδή υποφέρει στη σκέψη ότι θα έρθει.
Επιστολή προς Μενοικέα, 125
Τὸ φρικωδέστατον οὖν τῶν κακῶν ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς͵ ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν͵ ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν͵ ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ͵ τόθ΄ ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. οὔτε οὖν πρὸς τοὺς ζῶντάς ἐστιν οὔτε πρὸς τοὺς τετελευτηκότας͵ ἐπειδήπερ περὶ οὓς μὲν οὐκ ἔστιν͵ οἳ δ΄ οὐκέτι εἰσίν.
Το πιο φοβερό από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτε για εμάς – στον βαθμό που όσο υπάρχουμε, δεν είναι παρών· κι όταν πάλι είναι παρών εκείνος, τότε δεν υπάρχουμε εμείς. Άρα ο θάνατος δεν υπάρχει ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους πεθαμένους – εφόσον για τους πρώτους δεν υπάρχει, ενώ οι άλλοι δεν υπάρχουν πια.
Επιστολή προς Μενοικέα, 125
Μνημονευτέον δὲ ὡς τὸ μέλλον οὔτε πάντως ἡμέτερον οὔτε πάντως οὐχ ἡμέτερον͵ ἵνα μήτε πάντως προσμένωμεν ὡς ἐσόμενον μήτε ἀπελπίζωμεν ὡς πάντως οὐκ ἐσόμενον.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι το μέλλον δεν είναι ούτε εντελώς δικό μας ούτε κι εντελώς ξένο μας, ώστε ούτε να περιμένουμε με βεβαιότητα ότι θα έρθει, ούτε να απελπιζόμαστε ότι σίγουρα δε θα έρθει.
Επιστολή προς Μενοικέα, 127
Τότε γὰρ ἡδονῆς χρείαν ἔχομεν͵ ὅταν ἐκ τοῦ μὴ παρεῖναι τὴν ἡδονὴν ἀλγῶμεν• ὅταν δὲ μὴ ἀλγῶμεν͵ οὐκέτι τῆς ἡδονῆς δεόμεθα.
Την ηδονή την έχουμε ανάγκη ακριβώς τότε, όταν πονούμε από την απουσία της∙ ενώ όταν δεν πονούμε, δεν την χρειαζόμαστε πια.
Επιστολή προς Μενοικέα, 128
Καὶ τὴν αὐτάρκειαν δὲ ἀγαθὸν μέγα νομίζομεν͵ οὐχ ἵνα πάντως τοῖς ὀλίγοις χρώμεθα͵ ἀλλ΄ ὅπως ἐὰν μὴ ἔχωμεν τὰ πολλά͵ τοῖς ὀλίγοις ἀρκώμεθα͵ πεπεισμένοι γνησίως ὅτι ἥδιστα πολυτελείας ἀπολαύουσιν οἱ ἥκιστα ταύτης δεόμενοι͵ καὶ ὅτι τὸ μὲν φυσικὸν πᾶν εὐπόριστόν ἐστι͵ τὸ δὲ κενὸν δυσπόριστον.
Θεωρούμε ότι η αυτάρκεια είναι μέγιστο αγαθό, όχι για να χρησιμοποιούμε πάντοτε τα λίγα, αλλά για να μπορούμε, όταν δεν έχουμε πολλά, να αρκούμαστε στα λίγα, πιστεύοντας στ’ αλήθεια ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν ηδονικότερα εκείνοι που την έχουν μικρότερη ανάγκη και ότι κάθε τι φυσικό το αποκτούμε εύκολα, ενώ το μάταιο δύσκολα.
Επιστολή προς Μενοικέα, 130
Οὐθὲν ἔοικε θνητῷ ζῴῳ ζῶν ἄνθρωπος ἐν ἀθανάτοις ἀγαθοῖς.
Διόλου δε μοιάζει με ζώο θνητό ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά.
Επιστολή προς Μενοικέα, 135
Πᾶσα ἀλγηδὼν εὐκαταφρόνητος• ἡ γὰρ σύντονον ἔχουσα τὸ πονοῦν σύντομον ἔχει τὸν χρόνον, ἡ δὲ χρονίζουσα περὶ τὴν σάρκα ἀβληχρὸν ἔχει τὸν πόνον.
Κάθε σωματικός πόνος είναι αξιοκαταφρόνητος• αυτός που πονά πολύ διαρκεί λίγο, ενώ αυτός που χρονίζει στη σάρκα προξενεί ήπιο πόνο.
Επικούρου Προσφώνησις, 4
Ἀδικοῦντα λαθεῖν μὲν δύσκολον, πίστιν δὲ λαβεῖν ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν ἀδύνατον.
Αυτός που αδικεί είναι δύσκολο να ξεφύγει• αλλά να βεβαιωθεί πως θα συνεχίζει να ξεφεύγει είναι αδύνατον.
Επικούρου Προσφώνησις, 7
Κακὸν ἀvάγκη, ἀλλ’ οὐδεμία ἀvάγκη ζῆν μετὰ ἀvάγκης.
Η ανάγκη είναι κακό, αλλά δεν είναι αναγκαίο να ζούμε υπό καθεστώς ανάγκης.
Επικούρου Προσφώνησις, 9
Γεγόναμεν ἅπαξ, δὶς δὲ οὐκ ἔστι γενέσθαι• δεῖ δὲ τὸν αἰῶνα μηκέτι εἶναι• σὺ δὲ οὐκ ὢν τῆς αὔριον κύριος ἀναβάλλῃ τὸ χαῖρον• ὁ δὲ βίος μελλησμῷ παραπόλλυται καὶ εἷς ἕκαστος ἡμῶν ἀσχολούμενος ἀποθνῄσκει.
Γεννηθήκαμε μια φορά και δεν γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη• και κατ’ ανάγκην δεν υπάρχει πια κάτι αιώνια. Όμως εσύ, που δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία σου: και η ζωή σπαταλιέται στις αναβολές κι ο καθένας μας πεθαίνει γεμάτος ασχολίες.
Επικούρου Προσφώνησις, 14
Ἀφαιρουμένης προσόψεως καὶ ὁμιλίας καὶ συναναστροφῆς ἐκλύεται τὸ ἐρωτικὸν πάθος.
Αν αφαιρέσουμε την όψη, τη συνομιλία και τη συναναστροφή, σβήνει το ερωτικό πάθος.
Επικούρου Προσφώνησις, 18
Τοῦ γεγονότος ἀμνήμων ἀγαθοῦ γέρων τήμερον γεγένηται.
Ο γέρος που λησμονεί το αγαθό που συνέβη είναι σαν να γεννήθηκε σήμερα.
Επικούρου Προσφώνησις, 19
Ἡ πενία μετρουμένη τῷ τῆς φύσεως τέλει μέγας ἐστὶ πλοῦτος• πλοῦτος δὲ μὴ ὁριζόμενος μεγάλη ἐστὶ πενία.
Η φτώχεια, αν υπολογιστεί με μέτρο τον σκοπό της φύσης, είναι μεγάλος πλούτος• ενώ ο πλούτος που δεν του έχουν τεθεί όρια είναι μεγάλη φτώχεια.
Επικούρου Προσφώνησις, 25
Οὔτε τοὺς προχείρους εἰς φιλίαν οὔτε τοὺς ὀκνηροὺς δοκιμαστέον• δεῖ δὲ καὶ παρακινδυνεῦσαι χάριν, χάριν φίλιας.
Δεν πρέπει να αποδεχόμαστε ούτε τους πολύ βιαστικούς στη φιλία ούτε τους πολύ διστακτικούς∙ γιατί για χάρη της φιλίας χρειάζεται και να διακινδυνεύουμε.
Επικούρου Προσφώνησις, 28
Οὐχ οὕτως χρείαν ἔχομεν τῆς χρείας <τῆς> παρὰ τῶν φίλων ὡς τῆς πίστεως τῆς περὶ τῆς χρείας.
Δεν έχουμε τόσο ανάγκη τη βοήθεια των φίλων μας, όσο τη βεβαιότητα για τη βοήθειά τους.
Επικούρου Προσφώνησις, 34
Μικρὸς παντάπασιν ᾧ πολλαὶ αἰτίαι εὔλογοι εἰς ἐξαγωγὴν βίου.
Είναι μικρός από κάθε άποψη ο άνθρωπος που έχει πολλούς και καλούς λόγους να εγκαταλείψει τη ζωή.
Επικούρου Προσφώνησις, 38
Οὔθ’ ὁ τὴν χρείαν ἐπιζητῶν διὰ παντὸς φίλος, οὔθ’ ὁ μηδέποτε συνάπτων• ὁ μὲν γὰρ καπηλεύει τῇ χάριτι τὴν ἀμοιβήν, ὁ δὲ ἀποκόπτει τὴν περὶ τοῦ μέλλοντος εὐελπιστίαν.
Φίλος δεν είναι ούτε εκείνος που διαρκώς επιζητεί το χρήσιμο ούτε εκείνος που ποτέ δεν το συνδιάζει με τη φιλία. Γιατί ο ένας, με πρόσχημα την ευεργεσία, εμπορεύεται το αντάλλαγμα, ενώ ο άλλος σκοτώνει την καλή ελπίδα για το μέλλον.
Επικούρου Προσφώνησις, 39
Ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην κηρύττουσα δὴ πᾶσιν ἡμῖν ἐγείρεσθαι ἐπὶ τὸν μακαρισμόν.
Η φιλία σέρνει το χορό της ολόγυρα στην οικουμένη, κηρύττοντας σε όλους μας να σηκωθούμε για το μακαρισμό.
Επικούρου Προσφώνησις, 52
Ἔστι καὶ ἐν λεπτότητι καθαριότης, ἧς ὁ ἀνεπιλόγιστος παραπλήσιόν τι πάσχει τῷ διʼ ἀοριστίαν ἐκπίπτοντι.
Υπάρχει και στην απλότητα ένα μέτρο και όποιος δεν το λογαριάζει παθαίνει ό,τι συμβαίνει σ’ εκείνον που δεν έχει όρια.
Επικούρου Προσφώνησις, 63
Συμπαθῶμεν τοῖς φίλοις οὐ θρηνοῦντες ἀλλὰ φροντίζοντες.
Στον πόνο των φίλων συμπάσχουμε όχι θρηνώντας αλλά μεριμνώντας γι’ αυτούς.
Επικούρου Προσφώνησις, 66
Ἐν φιλολόγῳ συζητήσει πλεῖον ἤνυσεν ὁ ἡττηθεὶς καθ’ ὃ προσέμαθεν.
Στην κοινή φιλοσοφική αναζήτηση κερδίζει περισσότερα αυτός που έμαθε περισσότερα: ο ηττημένος.
Επικούρου Προσφώνησις, 74
Τῆς αὐταρκείας καρπὸς μέγιστος ἐλευθερία.
Η ελευθερία, ο μέγιστος καρπός της αυτάρκειας.
Επικούρου Προσφώνησις, 77http://el.wikiquote.org/wiki/%CE%95%CF%80%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%BF%CF%82
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου