Τί πιο χαριτωμένη εγώ ζωή δεν ξέρω κι’ άλλη, παρ’ όταν όλος ο λαός τριγύρω αναγαλλιάζη, και στα παλάτια οι σύδειπνοι αράδα καθισμένοι ακούνε τον τραγουδιστή, με τα τραπέζια ομπρός τους, γεμάτα κρέας και ψωμί, κι ο κεραστής σαν παίρνη απ’ το κροντήρι το κρασί και χύνη στα ποτήρια. Στον κόσμο τ’ ομορφότερο λογιάζω αυτό πως είναι.
Ομήρου Οδύσσεια (Μετάφραση Αργ. Εφταλιώτη)
«Αρχή και ρίζα παντός αγαθού η της γαστρός ηδονή» (Επίκουρος 341-270 π.Χ.)
Τίποτα σε σχέση με τη διατροφή και το τελετουργικό της στην αρχαία Ελλάδα δεν είναι τυχαίο, όλα έκρυβαν μια λογική αιτία, μια μικρή σοφία… Το φαγητό δεν ήταν μια γρήγορη στιγμή μέσα στην ημέρα, μια υποχρέωση, αλλά τμήμα του ίδιου του πολιτισμού με όλες τις διαφοροποιήσεις που μπορεί να έχει αυτό.
Ήταν τμήμα της θρησκείας, της λατρείας, της επικοινωνίας, της φιλοσοφίας, της ιατρικής, της θεραπείας και άλλων εκφάνσεων της ανθρώπινης συνείδησης, ακόμα και αυτού του ίδιου του ανθρώπινου πνεύματος.
Αν και το φαγητό άλλαζε από τόπο σε τόπο, από χρονική περίοδο σε χρονική περίοδο και ήταν διαφορετικό από μια κοινωνική τάξη σε μια άλλη (ναι υπήρχαν και τότε τέτοιες) η τελετουργία στο φαγητό, οι συνήθειες και η πνευματικότητα που πολλές φορές υπήρχε ακόμα και σε αυτήν την ευτελή ανάγκη, κάνουν τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής διατροφής μια ευχάριστη και χρήσιμη περιπέτεια.
Αν και η φτώχεια ήταν πολλές φορές συχνός σύντροφος στις αρχαίες ελληνικές πόλεις, η αρχαία ελληνική γαστρονομία είναι εξαιρετικά πλούσια. Πλούσια σε υλικά, σε τρόπους μαγειρέματος, σε συνδυασμό υλικών, αλλά κυρίως πλούσια σε πολιτισμό. Πολλές διατροφικές συνήθειες έχουν «ξεμείνει» και υπάρχουν ακόμα και σήμερα στην ελληνική επικράτεια, προκαλώντας ιδιαίτερη συγκίνηση σε όποιον το ανακαλύπτει.
Διατροφικές συνήθειες
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι ήταν λιτοί στη διατροφή τους όπως και σε όλα. Εκτός από τις εξαιρετικές περιπτώσεις ή τους πολύ πλούσιους, η λιτότητα ήταν εκείνη που χαρακτήριζε τη διατροφή τους. Στη βάση αυτής της διατροφής συναντάμε την τριάδα:λάδι, σιτάρι, κρασί.
Παραδοσιακά σχεδόν σε όλη την αρχαιότητα, τα φαγητά τα μαγείρευαν οι γυναίκες με τη βοήθεια των δούλων σε ειδικούς χώρους, αποκλειστικά στις αυλές και στον κήπο και ποτέ μέσα στο σπίτι (σε πολλά μέρη της Ελλάδα μέχρι πρόσφατα ο χώρος της κουζίνας βρισκόταν έξω από το κύριο κτίσμα του σπιτιού). Τα ψώνια στην αγορά αντίθετα τα αναλάμβαναν αποκλειστικά οι άντρες. Η αγορά κατά την κλασική εποχή ήταν και τόπος συνάντησης, επικοινωνίας και διάδοσης των νέων.
Στην κλασσική Ελλάδα, οι Έλληνες έτρωγαν δυο γεύματα την ημέρα σε αντίθεση με την προκλασσική όπου έτρωγαν τρία. Γύρω στον 4ο π.Χ. αιώνα εμφανίστηκαν και οι πρώτοι επαγγελματίες μάγειροι και ζαχαροπλάστες, πολλοί από τους οποίους έγιναν διάσημοι για τις αποδόσεις τους. Στην Αθήνα της κλασσικής εποχής, όταν κάποιος πολίτης ήθελε να διοργανώσει μια γιορτή ή ένα συμπόσιο έβρισκε στην αγορά τους μαγείρους. Συχνά και οι ίδιοι οι μάγειροι περνούσαν έξω από τα πλούσια σπίτια διαλαλώντας την τέχνη τους, έτοιμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.
Οι γυναίκες (εκτός από τις εταίρες, τις αυλητρίδες, τις χορεύτριες κ.α.) δεν εμφανίζονταν στα συμπόσια, όπως και γενικά δεν παρουσιάζονταν ποτέ μπροστά στους ξένους επισκέπτες. Ο ανδρών ήταν η τραπεζαρία, ένας χώρος με ανάκλιντρα και τραπέζια όπου οι άντρες έτρωγαν, συνομιλούσαν και φιλοσοφούσαν, χώρος όπου οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να βρίσκονταν όταν ήταν οι άντρες εκεί. Κατά πάσα πιθανότητα και στις οικογενειακές γιορτές άντρες και γυναίκες έτρωγαν ξεχωριστά. Μάλλον οι άντρες πρώτα και οι γυναίκες κατόπιν. Οι αρχαίοι Έλληνες έτρωγαν καθιστοί (κυρίως στους ομηρικούς χρόνους) ή ημιξαπλωμένοι στα ανάκλιντρα.
Δεν χρησιμοποιούσαν πιρούνια και σπάνια χρησιμοποιούσαν μαχαίρια. Έτρωγαν κυρίως με τα χέρια ή με ένα κομμάτι από την κόρα του ψωμιού. Όταν χρειαζόταν χρησιμοποιούσαν κουτάλι, τη μόστρα ή γλώσσα. Η λιτότητα που χαρακτήριζε τον τρόπο ζωής και σκέψης των αρχαίων δεν θα μπορούσε να λείπει από τη διατροφή τους. Δεν γνώριζαν το ρύζι, τη ζάχαρη, τις ντομάτες, το καλαμπόκι, τον καφέ, τα πορτοκάλια, τα λεμόνια, ακόμα και το ούζο (αγνοούσαν τον τρόπο της απόσταξης).
Τα γεύματα
Ο Ρομπέρ Φλασελιέρ στο «Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων» μας περιγράφει μια τυπική μέρα της ζωής ενός πολίτη της αρχαίας Αθήνας. Η περιγραφή αρχίζει με την ανατολή του ήλιου όπου ο Αθηναίος πολίτης, πριν βγει από το σπίτι του, έτρωγε κάτι λιτό. Αυτό ήταν το ακράτισμα και συνήθως αποτελείτο από λίγο κριθαρένιο ψωμί («μάζα» από κριθάρι για το λαό, «άρτο» από σιτάρι για τους πλούσιους) βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί (άκρατος οίνος). Άλλες συνηθισμένες πρωινές τροφές ήταν τα ξερά σύκα, τα αμύγδαλα, τα καρύδια και άλλοι ξηροί καρποί. Καμιά φορά το πρώτο γεύμα της ημέρας συμπληρωνόταν με μια κούπα από κυκεώνα, το διάσημο αρχαίο ελληνικό ποτό, που ήταν φτιαγμένο κυρίως από νερό, κριθάρι και βότανα. Οκυκεώνας χρησιμοποιούνταν και στα Ελευσίνια μυστήρια και ήταν αγαπημένο ποτό των Ελλήνων αγροτών. Οι αριστοκράτες της εποχής τον απέφευγαν.Δείτε: Ο Κυκεώνας των αρχαίων Ελλήνων – Συνταγή!
Κατά το μεσημέρι ή προς το απόγευμα, ο Αθηναίος της μεσαίας τάξης έπαιρνε ένα απλό γεύμα, στα γρήγορα, το άριστον. Κάποιοι ξαναέτρωγαν κάτι το βράδυ, τοεσπέρισμα, αλλά το κυρίως και μεγαλύτερο γεύμα ήταν το δείπνο και το έπαιρναν κανονικά στο τέλος της ημέρας μόλις νύχτωνε. Το δείπνο ή συμπόσιο, τελείωνε μετραγήματα (επιδόρπια), φρούτα νωπά ή ξηρά, ως επί το πλείστον σύκα, καρύδια καισταφύλια ή γλυκά με μέλι.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν έτρωγαν ποτέ μόνοι τους. Κάτι τέτοιο, τόσο κοινό στην εποχή μας, το θεωρούσαν δυστυχία. Πίστευαν ότι έτσι δεν γευμάτιζαν, αλλά ότι απλώς γέμιζαν το στομάχι τους. Το φαγητό με παρέα είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παραμέτρους στις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων και σπουδαίου δείγμα του πολιτισμού τους.
Δείπνα και ΣυμπόσιαΣυμπόσιο σημαίνει κατανάλωση κρασιού με παρέα. Το συμπόσιο αποτελούνταν από δυο μέρη, τον δείπνον και τον πότον. Αρχικά, όλοι έπιναν το πρόπωμα που ήταν κρασί με μέλι και ανθόνερο. Στη συνέχεια, το δείπνο συνόδευαν σπονδές προς τιμήν κυρίως του Διόνυσου. Αυτή ήταν η φάση του φαγητού, που όμως συνήθως δεν διαρκούσε πολύ. Στο δείπνο, οι συνδαιτυμόνες έτρωγαν ψάρια, πουλερικά, κυνήγι, χορταρικά κ.α. Το κρασί σε αυτή τη φάση ήταν ανέρωτο. Συνήθως οι συμμετέχοντες ήταν ξαπλωμένοι σε αναπαυτικά ντιβάνια ανά δύο ή τρεις. Μπορούσαν όμως να τρώνε και καθιστοί. Μετά το δείπνο, οι συνδαιτυμόνες έπλεναν τα χέρια τους ή όλο τους το σώμα και ακολουθούσε το κυρίως συμπόσιο. Το πέρασμα από το δείπνο στο κυρίως συμπόσιο συνοδευόταν από μια σπονδή και έναν παιάνα. Ανάλογα με το σπίτι και τη συντροφιά, υπήρχαν και λιβανωτά που έκαιγαν στο χώρο. Οι συνδαιτυμόνες στέφονταν με στεφάνια από φύλλα ή λουλούδια και αλείφονταν με μύρα. Ο κανόνας ήταν οι συμμετέχοντες να μην είναι πολλοί, ώστε να μπορεί ο οικοδεσπότης να μιλάει με όλους. Ο σκοπός των συμποσίων δεν ήταν το φαγητό, αλλά η κατανάλωση κρασιού, η συναναστροφή, η διασκέδαση, η φιλοσοφία μεταξύ των αντρών. Το φαγητό δεν ήταν το κεντρικό θέμα των συμποσίων, αλλά μάλλον το ευχάριστο και απαραίτητο φόντο. Πολλές φορές οι τροφές ήταν σε μεγάλη αφθονία, ανάλογα με την κοινωνική τάξη του οικοδεσπότη. Σε αυτό το δεύτερο και κύριο μέρος του συμποσίου το κρασί ήταν νερωμένο (κράμα). Οι τροφές ήταν τα τραγήματα ή τρωγάλια κάτι σαν τα σημερινά επιδόρπια που συνόδευαν τις ώρες της οινοποσίας, της φιλοσοφίας και της διασκέδασης. Τα τραγήματα αποτελούνταν συνήθως από νωπούς ξηρούς καρπούς, αλατισμένα αμύγδαλα, τυρί, σκόρδα, κρεμμύδια και γλυκές και αλμυρές πίτες, τις οποίες έφτιαχναν με μέλι, τυρί και λάδι. Επίσης, ένα πολύ αγαπητό επιδόρπιο ήταν ομυττωτός, μια πίτα με τυρί, μέλι και σκόρδα («Η χρυσή διατροφή των αρχαίων Ολυμπιονικών», Λένα Τερκεσίδου).
Δείτε ένα μικρό κομμάτι: Η χρυσή διατροφή των αρχαίων Ολυμπιονικών.
Δείτε ένα μικρό κομμάτι: Η χρυσή διατροφή των αρχαίων Ολυμπιονικών.
Τα συμπόσια πολλές φορές συνόδευαν μουσικοί, αυλητές, κιθαριστές, χορεύτριες και άλλοι. Απαγγέλλονταν στίχοι ή σκόλια (τραγούδια του κρασιού), οι άντρες επιδίδονταν σε αγώνες, έπαιζαν παιχνίδια κτλ. Το κρασί έφερνε τη χαλάρωση των αναστολών και οι ερωτικές περιπτύξεις πολλές φορές δεν έλειπαν. Παρόλα αυτά τα συμπόσια είχαν τους δικούς τους νόμους και κανόνες και η μέθη κατά κύριο λόγο δεν ήταν αποδεκτή. Κάθε καλεσμένος μπορούσε να φέρει στο συμπόσιο όποιον ήθελε. Υπήρχαν και κάποιοι που πήγαιναν στα συμπόσια ακάλεστοι, ήταν οι λεγόμενοι παράσιτοι των συμποσίων. Αυτοί συνήθως ήταν δεινοί κόλακες, αλλά και διασκεδαστές της παρέας. Το συμπόσιο μπορούσε να διαρκέσει έως τις πρώτες πρωινές ώρες.
Τα συμπόσια δεν ήταν όλα ίδια, διέφεραν ανάλογα με την κοινωνική τάξη, αλλά και το πνευματικό επίπεδο των συμμετεχόντων και του οικοδεσπότη. Ο Πλάτων είχε τις ενστάσεις του γενικά σε σχέση με τα συμπόσια και θεωρούσε ότι οι πνευματικοί άνθρωποι δεν χρειαζόντουσαν σε αυτά χορεύτριες, αυλητρίδες και κιθαριστές. Αυτά πίστευε ότι είναι για τα ακαλλιέργητα άτομα που δεν μπορούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον των συμποτών τους με πιο σοβαρές ενασχολήσεις. Αν και αυτή έχει θεωρηθεί μια ελιτίστικη άποψη της εποχής, αποτελεί ένα στοιχείο που αποδεικνύει το πόσο διέφεραν τα συμπόσια μεταξύ τους.
Τα εδώδιμα υλικά των θυσιώνΜε τις θυσίες οι άνθρωποι εξευμενίζουν τους θεούς, ζητούν «χάρες» από αυτούς, τους ευχαριστούν για την ευλογία τους και προσπαθούν να διατηρήσουν μια αρμονική σχέση μαζί τους. Οι θυσίες στους θεούς ήταν πολύ σημαντικές για τους αρχαίους Έλληνες, όπως και για όλους τους αρχαίους λαούς. Η θυσία μπορεί να είναι αιματηρή, αλλά και αναίμακτη και να περιλαμβάνει προσφορές βρώσιμων ή άλλων αγαθών. Οι σπονδές περιλάμβαναν νερό, κρασί, γάλα μέλι, φυτικά ή ζωικά έλαια. Κάποιες φορές χρησιμοποιούνται λουλούδια, χόρτα, σπόροι και καρποί. Στις ζωοθυσίες αναφέρεται η προσφορά οικιακών ζώων, όπως κόκορας, αρνί, κατσίκι, κριάρι, αλλά και άλογο. Ο Γ. Α. Ρηγάτος αναφέρει στο «Η διατροφική παράδοση στην Ελλάδα» ότι στη Δήμητρα π.χ. θυσιαζόταν μια έγκυος γουρούνα, στην Εκάτη σκύλος κτλ. Συνήθως επέλεγαν προς θυσία ζώα με μαύρο χρώμα για τις χθόνιες θεότητες.
Ιδιαίτερος τύπος θυσίας είναι η εκατόμβη. Κυριολεκτικά σημαίνει σφαγή εκατό βοδιών. Αναφέρεται ότι τέτοια θυσία έκανε ο Κόνων όταν τέλειωσε την ανοικοδόμηση των τειχών της Αθήνας. Οι θυσίες είχαν τα τελετουργικά τους που κάποιες φορές διαφέρουν από θεό σε θεό. Οι αρχαίοι θυσίαζαν ένα κομμάτι του ζώου στο θεό και το υπόλοιπο έτρωγαν αυτοί και οι οικείοι τους. Πολλές φορές το κρέας των θυσιών μοιραζόταν όλη η πόλη. Η λέξη εστιατόριο στην αρχαιότητα ήταν το δωμάτιο κοντά στο βωμό, όπου έτρωγαν όσοι είχαν τελέσει τη θυσία. Πολλές φορές ήταν μια ευκαιρία για τους κατοίκους των πόλεων να εξασφαλίσουν γεύματα πλούσια με κρέατα άριστης ποιότητας, σε εποχές που αυτά δεν ήταν εξασφαλισμένα για τα πλατιά στρώματα του πληθυσμού μιας πόλης. Τα μέρη που έμεναν μετά τη θυσία ήταν τα περιβόητα ειδωλόθυτα (Γ. Α. Ρηγάτος, «Η διατροφική παράδοση στην Ελλάδα»). Οι θυσίες των φτωχών ήταν περισσότερο αναίμακτες για ευνόητους λόγους.
Και ταξικές διαφορές στη διατροφή Στο «Σειρήνια Δείπνα», ο Andrew Dalby μας λέει ότι η δίαιτα των φτωχών, αλλά όχι εντελώς άπορων Ελλήνων συνίστατο κυρίως από δημητριακά συνοδεύομενα από κάποια εδέσματα, ακριβώς όπως και των πλουσιότερων. Στην περίπτωση των φτωχών υπήρχε μία μόνο διαφορά, ότι τα εδέσματα αυτά ήταν αρκετά περιορισμένα: συνήθως επρόκειτω για πράσινα λαχανικά και ρίζες. Η μετακίνηση από το όριο της φτώχιας, μας λέει ο Dalby, στην ένδεια σημαδεύεται από δύο ορόσημα. Το ένα είναι η αδυναμία να αγοράσει κανείς δημητριακά και το δεύτερο η απόλυτη εξάρτησή του από την τροφή που συλλέγεται σε άγρια μορφή. Από την άλλη πλευρά όσο αυξανόταν ο πλούτος τόσο αυξανόταν και η κατανάλωση κρέατος. Το ψάρι ήταν μια πιο προσιτή πολυτέλεια στα ευρύτερα στρώματα των περισσότερων ελληνικών πόλεων. Από τη μια έχουμε περιγραφές για πολυτελή γεύματα και συμπόσια, όπου πλεόναζαν τα αρνιά, τα μοσχάρια, τα γουρουνόπουλα, τα χέλια, τα ψάρια, τα γλυκίσματα, οι πίτες και από την άλλη περιγραφές για εντελώς λιτές διατροφές που περιοριζόντουσαν στα λαχανικά, τα όσπρια και το ψωμί.
Σπαρτιατική διατροφή Η διατροφή των αρχαίων Σπαρτιατών διέφερε από αυτή των Αθηναίων. Η λιτότητα και η αυστηρότητα της διατροφής τους ήταν εντυπωσιακή. Ο Σπαρτιάτης με διογκωμένο στομάχι ήταν ανυπόληπτος. Οι άνδρες Σπαρτιάτες (όπως και οι Κρήτες) έτρωγαν πάντα σε ομαδικά γεύματα, τα συσσίτια, που θεσμοθέτησε ο Λυκούργος. Οι γυναίκες δειπνούσαν στα σπίτια τους. Στα συσσίτια έτρωγαν λαγάνες, χοιρινό βραστό κρέας ως προσφάι και φυσικά μέλανα ζωμό. Η μέθη απαγορευόταν. Στο τέλος προσφέρονταν τα έπακλα, δηλαδή φάσσες, χήνες, τρυγόνια, κοτσύφια, τσίχλες, λαγοί, αρνιά, κατσίκια, τα οποία πρόσφεραν διακεκριμένοι πολίτες. Τα ονόματά τους ανακοινώνονταν μετά το γεύμα από τους μάγειρες.
Ο μέλανας ζωμός ήταν ένα είδος ραγού, που παρασκευαζόταν από χοιρινό κρέας, αίμα, ξίδι και αλάτι. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι δεν μπορούσε ο καθένας πιει μέλανα ζωμό. Ο Διόνυσος, τύραννος των Συρακουσών όταν προσπάθησε να τον δοκιμάσει τον έφτυσε στην πρώτη γουλιά. Ο Σπαρτιάτης μάγειράς του τότε του είπε: «Βασιλιά μου, για να δοκιμάσεις αυτό το φαγητό πρέπει να κάνεις σπαρτιάτικη γυμναστική και να κολυμπήσεις στον Ευρώτα» («Η χρυσή διατροφή των αρχαίων Ολυμπιονικών», Λένα Τερκεσίδου).
Τα συμπόσια δεν ήταν όλα ίδια, διέφεραν ανάλογα με την κοινωνική τάξη, αλλά και το πνευματικό επίπεδο των συμμετεχόντων και του οικοδεσπότη. Ο Πλάτων είχε τις ενστάσεις του γενικά σε σχέση με τα συμπόσια και θεωρούσε ότι οι πνευματικοί άνθρωποι δεν χρειαζόντουσαν σε αυτά χορεύτριες, αυλητρίδες και κιθαριστές. Αυτά πίστευε ότι είναι για τα ακαλλιέργητα άτομα που δεν μπορούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον των συμποτών τους με πιο σοβαρές ενασχολήσεις. Αν και αυτή έχει θεωρηθεί μια ελιτίστικη άποψη της εποχής, αποτελεί ένα στοιχείο που αποδεικνύει το πόσο διέφεραν τα συμπόσια μεταξύ τους.
Ιδιαίτερος τύπος θυσίας είναι η εκατόμβη. Κυριολεκτικά σημαίνει σφαγή εκατό βοδιών. Αναφέρεται ότι τέτοια θυσία έκανε ο Κόνων όταν τέλειωσε την ανοικοδόμηση των τειχών της Αθήνας. Οι θυσίες είχαν τα τελετουργικά τους που κάποιες φορές διαφέρουν από θεό σε θεό. Οι αρχαίοι θυσίαζαν ένα κομμάτι του ζώου στο θεό και το υπόλοιπο έτρωγαν αυτοί και οι οικείοι τους. Πολλές φορές το κρέας των θυσιών μοιραζόταν όλη η πόλη. Η λέξη εστιατόριο στην αρχαιότητα ήταν το δωμάτιο κοντά στο βωμό, όπου έτρωγαν όσοι είχαν τελέσει τη θυσία. Πολλές φορές ήταν μια ευκαιρία για τους κατοίκους των πόλεων να εξασφαλίσουν γεύματα πλούσια με κρέατα άριστης ποιότητας, σε εποχές που αυτά δεν ήταν εξασφαλισμένα για τα πλατιά στρώματα του πληθυσμού μιας πόλης. Τα μέρη που έμεναν μετά τη θυσία ήταν τα περιβόητα ειδωλόθυτα (Γ. Α. Ρηγάτος, «Η διατροφική παράδοση στην Ελλάδα»). Οι θυσίες των φτωχών ήταν περισσότερο αναίμακτες για ευνόητους λόγους.
Και ταξικές διαφορές στη διατροφή Στο «Σειρήνια Δείπνα», ο Andrew Dalby μας λέει ότι η δίαιτα των φτωχών, αλλά όχι εντελώς άπορων Ελλήνων συνίστατο κυρίως από δημητριακά συνοδεύομενα από κάποια εδέσματα, ακριβώς όπως και των πλουσιότερων. Στην περίπτωση των φτωχών υπήρχε μία μόνο διαφορά, ότι τα εδέσματα αυτά ήταν αρκετά περιορισμένα: συνήθως επρόκειτω για πράσινα λαχανικά και ρίζες. Η μετακίνηση από το όριο της φτώχιας, μας λέει ο Dalby, στην ένδεια σημαδεύεται από δύο ορόσημα. Το ένα είναι η αδυναμία να αγοράσει κανείς δημητριακά και το δεύτερο η απόλυτη εξάρτησή του από την τροφή που συλλέγεται σε άγρια μορφή. Από την άλλη πλευρά όσο αυξανόταν ο πλούτος τόσο αυξανόταν και η κατανάλωση κρέατος. Το ψάρι ήταν μια πιο προσιτή πολυτέλεια στα ευρύτερα στρώματα των περισσότερων ελληνικών πόλεων. Από τη μια έχουμε περιγραφές για πολυτελή γεύματα και συμπόσια, όπου πλεόναζαν τα αρνιά, τα μοσχάρια, τα γουρουνόπουλα, τα χέλια, τα ψάρια, τα γλυκίσματα, οι πίτες και από την άλλη περιγραφές για εντελώς λιτές διατροφές που περιοριζόντουσαν στα λαχανικά, τα όσπρια και το ψωμί.
Σπαρτιατική διατροφή Η διατροφή των αρχαίων Σπαρτιατών διέφερε από αυτή των Αθηναίων. Η λιτότητα και η αυστηρότητα της διατροφής τους ήταν εντυπωσιακή. Ο Σπαρτιάτης με διογκωμένο στομάχι ήταν ανυπόληπτος. Οι άνδρες Σπαρτιάτες (όπως και οι Κρήτες) έτρωγαν πάντα σε ομαδικά γεύματα, τα συσσίτια, που θεσμοθέτησε ο Λυκούργος. Οι γυναίκες δειπνούσαν στα σπίτια τους. Στα συσσίτια έτρωγαν λαγάνες, χοιρινό βραστό κρέας ως προσφάι και φυσικά μέλανα ζωμό. Η μέθη απαγορευόταν. Στο τέλος προσφέρονταν τα έπακλα, δηλαδή φάσσες, χήνες, τρυγόνια, κοτσύφια, τσίχλες, λαγοί, αρνιά, κατσίκια, τα οποία πρόσφεραν διακεκριμένοι πολίτες. Τα ονόματά τους ανακοινώνονταν μετά το γεύμα από τους μάγειρες.
Ο μέλανας ζωμός ήταν ένα είδος ραγού, που παρασκευαζόταν από χοιρινό κρέας, αίμα, ξίδι και αλάτι. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι δεν μπορούσε ο καθένας πιει μέλανα ζωμό. Ο Διόνυσος, τύραννος των Συρακουσών όταν προσπάθησε να τον δοκιμάσει τον έφτυσε στην πρώτη γουλιά. Ο Σπαρτιάτης μάγειράς του τότε του είπε: «Βασιλιά μου, για να δοκιμάσεις αυτό το φαγητό πρέπει να κάνεις σπαρτιάτικη γυμναστική και να κολυμπήσεις στον Ευρώτα» («Η χρυσή διατροφή των αρχαίων Ολυμπιονικών», Λένα Τερκεσίδου).
Ο Ιπποκράτης και η διατροφή Είναι δύσκολο να μιλήσεις για την αρχαία ελληνική διατροφή και να μην αναφερθείς στον Ιπποκράτη. Ο συσχετισμός τροφής, υγείας και ασθένειας είναι βασικός στον πατέρα της ιατρικής που έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής με τη διάσημη φράση: «το φάρμακό σου η τροφή σου και η τροφή σου το φάρμακό σου». Ο γιατρός Ιπποκράτης ήταν ένας μελετητής της φύσης, θεωρούσε ότι η φύση που δημιούργησε την αρρώστια, η ίδια μπορεί να θεραπεύσει και έδινε μεγάλη σημασία στην αυτοθεραπεία. Σε ορισμένες παθήσεις ο Ιπποκράτης συστήνει δίαιτα και σε άλλες τέλεια αποχή από την τροφή. Ο γιατρός είναι ουσιαστικά ένας βοηθός της φύσης για τον Ιπποκράτη. Επίσης, ενδεχομένως είναι δική του η άποψη ότι αν το σώμα δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα στην αφομοίωση των τροφών, δεν υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί κάποια ασθένεια. Η τροφή και η δίαιτα (η διατροφή) είναι ουσιώδης για την καλή υγεία, αλλά και τη θεραπεία και αυτό είναι κάτι που διαπνέει το έργο του Ιπποκράτη και όλη την ιπποκρατική σχολή. Επίσης, ο μεγάλος αυτός γιατρός θεωρούσε ότι όποιος μπορεί να δημιουργεί στον οργανισμό του ανθρώπου τα αντίθετα ξηρό και υγρό ή ψυχρό και θερμό με τη σωστή διατροφή, αυτός θα μπορούσε να θεραπεύσει και αυτή την αρρώστια, αρκεί να διακρίνει την κατάλληλη στιγμή που κάτι ωφελεί (Δαμιανός Τσεκουράκης, «Η δίαιτα στον Ιπποκράτη»). Οι μάγειρες θα πρέπει να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις, να είναι και λίγο «γιατροί» δηλαδή. Φυσικά, ο Ιπποκράτης δεν είναι ο μόνος γιατρός της αρχαιότητας που σύνδεσε την υγεία με τη διατροφή. Ο Πολύβος (της Ιπποκρατικής σχολής και αυτός) αναφέρει ότι όλες οι αρρώστιες προκαλούνται άλλες από τις τροφές και άλλες από τον αέρα που αναπνέουμε για να ζήσουμε.
Δείτε ακόμη: Η Θεραπευτική Ικανότητα της Τροφής από τον Ιπποκράτη στο σήμερα.
Η Ιπποκράτεια δίαιτα κατά της γήρανσης.
Όλες οι ασθένειες προέρχονται από το έντερο. Ιπποκράτης (460-370 π.κ.χ.)
Δείτε ακόμη: Η Θεραπευτική Ικανότητα της Τροφής από τον Ιπποκράτη στο σήμερα.
Η Ιπποκράτεια δίαιτα κατά της γήρανσης.
Όλες οι ασθένειες προέρχονται από το έντερο. Ιπποκράτης (460-370 π.κ.χ.)
Αρχαιοελληνικό τραπέζι Η κατανάλωση κρέατος και θαλασσινών σχετιζόταν με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, αλλά και με το αν κατοικούσε στην πόλη, στην ύπαιθρο ή κοντά στη θάλασσα. Οι Έλληνες κατανάλωναν ιδιαιτέρως και τα γαλακτοκομικά και κυρίως το τυρί. Αν και το βούτυρο ήταν γνωστό, έχανε σε προτιμήσεις σε σχέση με το ελαιόλαδο. Το φαγητό συνόδευε κρασί αναμεμειγμένο με νερό. Πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων παρέχουν τόσο οι γραπτές μαρτυρίες όσο και διάφορες καλλιτεχνικές απεικονίσεις. Ο Όμηρος, οι κωμωδίες του Αριστοφάνη, το έργο του γραμματικού Αθήναιου, (με το διάσημο έργο «Δειπνοσοφιστές») κ.α. από τη μία πλευρά και οι απεικονίσεις στα κεραμικά αγγεία, στα αγαλματίδια κτλ. μας δίνουν αρκετές πληροφορίες για τις συνήθεις και τα είδη φαγητού που κατανάλωναν οι πρόγονοί μας.
Δημητριακά – Ψωμί Τα δημητριακά αποτελούσαν τη βάση της διατροφής για τους αρχαίους. Τα κυριότερα ήταν το σιτάρι (πύρος) και το κριθάρι. Η Αττική είχε μικρή όμως παραγωγή τόσο σε σιτάρι όσο και σε κριθάρι. Οι Αθηναίοι ήταν πολύ συχνά αναγκασμένοι να εισάγουν σιτάρι όσο και κριθάρι. Το κριθάρι αποτελούσε τη βάση της διατροφής για τους Αθηναίους με χαμηλά εισοδήματα και τους δούλους.
Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν το ψωμί και γι αυτό είχαν πολλά είδη. Το πιο διαδεδομένο και φθηνό είδος ψωμιού ήταν η μάζα. Το παρασκεύαζαν, ζυμώνοντας κριθαρένιο αλεύρι με νερό ή υδρόμελι ή ακόμα με νερό και κρασί, με λάδι και οξύμελι. Το ψωμί από σιτάρι προοριζόταν για τους πιο εύπορους και είχε στρογγυλό σχήμα. Στο ψωμί έμπαιναν και καρυκεύματα, όπως μάραθος, δυόσμος, μέντα κ.α. Ανάλογα με το καρύκευμα έπαιρνε και διαφορετικά ονόματα. Επίσης, πρόσθεταν και τυρί και έφτιαχναν τον τυρώντα. Άλλα ψωμιά ήταν ο ζυμίτης άρτος, ο χονδρίτης, ο συγκομιστός, εντίτης ή λευκιθίτης. Ανάλογα με τον τρόπο ψησίματος ή το σχήμα άλλαζε και η ονομασία του ψωμιού. Το φουρνιστό ψωμί ήταν ο ιπνίτης, το ψωμί φόρμας που ψηνόταν σε πήλινα σκεύη λεγόταν κλιβανίτης. Το ψωμί που ψηνόταν στη χόβολη ονομαζόταν σποδίτης, ενώ τα ψωμάκια και οι τηγανίτες ονομάζονταν εσχαρίται και τηγανίται («Σειρήνεια δείπνα», Andrew Dalby). Η κάθε οικογένεια έψηνε το ψωμί της στο σπίτι. Υπήρχαν φούρνοι που μπορούσες να αγοράσεις ψωμί και γλυκά, αλλά αυτοί ήταν για τους εύποhttp://proionta-tis-fisis.blogspot.grρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου