Η Μαντώ Μαυρογένους (Τεργέστη 1796 ή 1797 - Πάρος, Ιούλιος 1848) ήταν αγωνίστρια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Μαγδαληνή Μαυρογένους, η γνωστή μας από τα σχολικά χρόνια Μαντώ।Κόρη του πλούσιου μεγαλέμπορου της Τεργέστης Νικολάου Μαυρογένους, φαναριώτικης καταγωγής.
Μεγάλωσε στην Τεργέστη όπου την οδήγησε ο πατέρας της, σπαθάριος του Μαυρογένους, ύστερα από τον αποκεφαλισμό του οσποδάρου από τον σουλτάνο Σελίμ, και μορφώθηκε με επιμέλεια। Μιλούσε γαλλικά και ιταλικά। Είναι προικισμένη με έναν γλυκύτατο χαρακτήρα। Αλλά όταν μιλάει για την ελευθερία της πατρίδας της, φλογίζεται, η συζήτηση ζωντανεύει και τα λόγια της κυλάνε με μία φυσική ευγλωτία που σου κρατούν την ανάσα।
Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, κατέβηκε στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Μύκονο, τόπο καταγωγής της μητέρας της, συγκρότησε στόλο με δικά της έξοδα και άρχισε ναυτικές επιδρομές σε βάρος των Τούρκων και των πειρατών। Στην συνέχεια σχημάτισε δικό της στρατιωτικό σώμα, από 800 άνδρες και ντυμένη ανδρικά έλαβε μέρος σε πολλές μάχες। Για την δράση της αυτή, της απενεμήθη ο βαθμός του αντιστρατήγου.
Λεπτή, ψηλή, όχι τόσο όμορφη, ηλικίας μεταξύ 25 και 35 ετών। Λέγεται ότι διατηρούσε ερωτική σχέση με τον Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος της είχε υποσχεθεί γάμο, αλλά άρχισαν να παίρνουν και να δίνουν τα κουτσομπολιά, ότι στο Ναύπλιο, όπου είχε εγκατασταθεί, τα έφτιαξε με το Άγγλο Edward Blaquiere, τον Βλακέρο, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες , που έφερε την πρώτη δόση του δανείου στην Ελλάδα και σαν το έμαθε, τελευταίος, όπως ήταν φυσικό, ο Υψηλάντης: επικράθη πάρα πολύ και απεφάσισε να πάρη τον λόγον του οπίσω, όπου είχε δώσει προς αυτήν πριν ανακαλύψει τας μετά του κυρίου Βλακέρου σχέσεις της। Αλήθεια, ψέματα, κουτσομπολιά ή πραγματικότητα δεν θα το μάθουμε ποτέ। Ίσως και να παρεξηγήθηκε η στάση της και η συμπεριφορά της, να κάνει την εποχή εκείνη παρέα με έναν Άγγλο ευγενή, δεδομένου ότι και ευρωπαική παιδεία διέθετε και πολλές ξένες γλώσσες γνώριζε και ήταν φυσικό να δημιούργησε κάποια κοινωνική σχέση। Τώρα, αν αυτή η σχέση εξελίχθηκε σε ερωτική, κανείς δεν το ξέρει σίγουρα। Πάντως τα αυστηρά ήθη της επαναστατικής περιόδου, δεν επέτρεπαν κανενός είδους ελευθεριότητα στη γυναίκα। Τα ελληνικά ήθη δεν απείχαν και πολύ από τα τουρκικά, που ήθελαν τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι। Είναι αλήθεια, ότι τη φήμη αυτή μεταφέρει ο ιστορικός Τρικούπης, στον γαμπρό του Μαυροκορδάτο। Είναι επίσης γεγονός ότι από τότε άρχισε ο διωγμός της। Πρώτα βάζουν φωτιά στο σπίτι της στο Ναύπλιο και μετέπειτα συλλαμβάνεται με διαταγή του Κωλέττη και στέλνεται στη Μύκονο, για να καταλήξει στην Πάρο και να πεθάνει θεόφτωχη। Υπάρχουν αναφορές της προς το Βουλευτικό, με τις οποίες ζητάει από την κυβέρνηση οικονομική βοήθεια για να ζήσει। Η Κυβέρνηση εγκρίνει την παροχή βοηθήματος προς την Μαντώ: διά λόγον ευχαριστήσεως δια τας προς την Πατρίδαν και το Έθνος εκδουλεύσεις της κυρίας Μαντούς Μαυρογένη।
Μεταγενέστερες όμως αιτήσεις της: να λάβη πρόνοιαν η Διοίκησις να εξοικονομήση και αυτήν δυστυχούσαν ήδη, δυστυχώς απερρίφθησαν μετά πολλών βαίων। Οι απορριπτικές αυτές αποφάσεις της κυβέρνησης του κ। Κωλέττη και λοιπών, είναι οι δάφνες που εδικαιούτο, που η πατρίδα της όφειλε και τώρα της αρνιόταν, για την συμμετοχή της στον Αγώνα। Αρνήθηκαν τη βοήθεια σε ποιά; Στην ηρωίδα, στην πάμπλουτη Ελληνίδα, που την κατάντησαν ζητιάνα, να παρακαλάει για ένα κομμάτι ψωμί, στη γυναίκα που διέθεσε όλη την τεράστια περιουσία της για την ελευθερία της Ελλάδας, αγοράζοντας και εξοπλίζοντας δέκα πολεμικά πλοία και σχηματίζοντας στρατιωτικό σώμα, από 16 λόχους, πολεμώντας με τους άνδρες, σαν άνδρας।
Φαρμακωμένη, πικραμένη, ζώντας από την ελεημοσύνη των συγγενών της, τη βρήκε ο θάνατος στην Πάρο,όπου και την έθαψαν στον περίβολο της εκκλησίας της Εκατονταπυλιανής.
Ο Blaquiere Edward στα απομνημονεύματά του γράφει: Αυτή η ενδιαφέρουσα γυναίκα, αφού ξόδεψε το σύνολο της περιουσίας της στην ελληνική υπόθεση, απόμεινε μονάχα με τον πατριωτισμό και την αγάπη προς την πατρίδα, που, όπως πιστεύω, και πεντακάθαρος είναι και αφιλοκερδής।Μου έκανε εντύπωδη κατά τις συνομιλίες μας η σοβαρότητα των αισθημάτων της, καθώς και η φιλοδοξία της να δει τους Έλληνες ενωμένους.
Η Μαντώ Μαυρογένους καταγόταν από ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας, η οποία έφυγε κρυφά για την Ιταλία. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης ασχολήθηκε με το εμπόριο. Με την έναρξη της Επανάστασης πήγε στην Μύκονο και ξεσήκωσε τους κατοίκους εναντίον των Τούρκων. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε τους πειρατές που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία. Για τη δραστηριότητά της, συνολικά, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Επίσης εκτός από τη Γαλλική, μιλούσε άπταιστα την Ιταλική αλλά και την Τουρκική.
Μετά την Επανάσταση καταδιωκόμενη από τον Ιωάννη Κωλέττη,(ο οποίος συμμετείχε και στην Α' Εθνοσυνέλευση που έγινε το Δεκέμβριο του 1821 στην Επίδαυρο) ξαναγύρισε στη Μύκονο και τον Ιούλιο του 1848 πέθανε στην Πάρο πολύ φτωχή και λησμονημένη!
Μάταια γύρεψαν έπειτα από λίγα χρόνια, μερικοί άνθρωποι που θυμόταν ακόμη τη Μαντώ, να βρουν τον τάφο της. Ούτε ένας σταυρός με το όνομά της δεν είχε σωθεί εκεί που την έθαψαν. Οι σύγχρονοι μπορεί να ξεχνούν. Μα οι μεγάλες ψυχές ποτέ δεν χάνονται. Τις παίρνει στα φτερά της η δόξα». Μόνο ένα άγαλμα στήθηκε στη Μύκονο…
Ξένοι ιστορικοί και περιηγητές εξαίρουν τη συμμετοχή της στα πεδία των μαχών, κάτι που δεν προκύπτει από ελληνικές πηγές. Οι Έλληνες ιστορικοί του 19ου αιώνα παραδόξως την αγνόησαν. « Είναι απορίας άξιον έγραφε το έτος 1890 ο Jules Blancard, πως τέτοια γυναίκα ελησμονήθη εντελώς από όλους τους έλληνες ιστορικούς».
Ο Θεόδωρος Μπλανκάρ γράφει για τη σχέση της Μαντώς Μαυρογένους με τον Δ. Υψηλάντη
Γέννηση | 1796 ή 1797 Τεργέστη, Αυστριακή Αυτοκρατορία |
Θάνατος | Ιούλιος 1848 (52 ετών) Πάρος, Ελλάδα |
Υπηκοότητα | Ελληνική |
Βαθμός | Επίτιμη Αντιστράτηγος |
Συγγενείς | Νικόλαος Μαυρογένη (πατέρας) Ζαχαράτη Χατζή Μπάτη (μητέρα) |
Μεγάλωσε στην Τεργέστη όπου την οδήγησε ο πατέρας της, σπαθάριος του Μαυρογένους, ύστερα από τον αποκεφαλισμό του οσποδάρου από τον σουλτάνο Σελίμ, και μορφώθηκε με επιμέλεια। Μιλούσε γαλλικά και ιταλικά। Είναι προικισμένη με έναν γλυκύτατο χαρακτήρα। Αλλά όταν μιλάει για την ελευθερία της πατρίδας της, φλογίζεται, η συζήτηση ζωντανεύει και τα λόγια της κυλάνε με μία φυσική ευγλωτία που σου κρατούν την ανάσα।
Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, κατέβηκε στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Μύκονο, τόπο καταγωγής της μητέρας της, συγκρότησε στόλο με δικά της έξοδα και άρχισε ναυτικές επιδρομές σε βάρος των Τούρκων και των πειρατών। Στην συνέχεια σχημάτισε δικό της στρατιωτικό σώμα, από 800 άνδρες και ντυμένη ανδρικά έλαβε μέρος σε πολλές μάχες। Για την δράση της αυτή, της απενεμήθη ο βαθμός του αντιστρατήγου.
Λεπτή, ψηλή, όχι τόσο όμορφη, ηλικίας μεταξύ 25 και 35 ετών। Λέγεται ότι διατηρούσε ερωτική σχέση με τον Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος της είχε υποσχεθεί γάμο, αλλά άρχισαν να παίρνουν και να δίνουν τα κουτσομπολιά, ότι στο Ναύπλιο, όπου είχε εγκατασταθεί, τα έφτιαξε με το Άγγλο Edward Blaquiere, τον Βλακέρο, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες , που έφερε την πρώτη δόση του δανείου στην Ελλάδα και σαν το έμαθε, τελευταίος, όπως ήταν φυσικό, ο Υψηλάντης: επικράθη πάρα πολύ και απεφάσισε να πάρη τον λόγον του οπίσω, όπου είχε δώσει προς αυτήν πριν ανακαλύψει τας μετά του κυρίου Βλακέρου σχέσεις της। Αλήθεια, ψέματα, κουτσομπολιά ή πραγματικότητα δεν θα το μάθουμε ποτέ। Ίσως και να παρεξηγήθηκε η στάση της και η συμπεριφορά της, να κάνει την εποχή εκείνη παρέα με έναν Άγγλο ευγενή, δεδομένου ότι και ευρωπαική παιδεία διέθετε και πολλές ξένες γλώσσες γνώριζε και ήταν φυσικό να δημιούργησε κάποια κοινωνική σχέση। Τώρα, αν αυτή η σχέση εξελίχθηκε σε ερωτική, κανείς δεν το ξέρει σίγουρα। Πάντως τα αυστηρά ήθη της επαναστατικής περιόδου, δεν επέτρεπαν κανενός είδους ελευθεριότητα στη γυναίκα। Τα ελληνικά ήθη δεν απείχαν και πολύ από τα τουρκικά, που ήθελαν τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι। Είναι αλήθεια, ότι τη φήμη αυτή μεταφέρει ο ιστορικός Τρικούπης, στον γαμπρό του Μαυροκορδάτο। Είναι επίσης γεγονός ότι από τότε άρχισε ο διωγμός της। Πρώτα βάζουν φωτιά στο σπίτι της στο Ναύπλιο και μετέπειτα συλλαμβάνεται με διαταγή του Κωλέττη και στέλνεται στη Μύκονο, για να καταλήξει στην Πάρο και να πεθάνει θεόφτωχη। Υπάρχουν αναφορές της προς το Βουλευτικό, με τις οποίες ζητάει από την κυβέρνηση οικονομική βοήθεια για να ζήσει। Η Κυβέρνηση εγκρίνει την παροχή βοηθήματος προς την Μαντώ: διά λόγον ευχαριστήσεως δια τας προς την Πατρίδαν και το Έθνος εκδουλεύσεις της κυρίας Μαντούς Μαυρογένη।
Μεταγενέστερες όμως αιτήσεις της: να λάβη πρόνοιαν η Διοίκησις να εξοικονομήση και αυτήν δυστυχούσαν ήδη, δυστυχώς απερρίφθησαν μετά πολλών βαίων। Οι απορριπτικές αυτές αποφάσεις της κυβέρνησης του κ। Κωλέττη και λοιπών, είναι οι δάφνες που εδικαιούτο, που η πατρίδα της όφειλε και τώρα της αρνιόταν, για την συμμετοχή της στον Αγώνα। Αρνήθηκαν τη βοήθεια σε ποιά; Στην ηρωίδα, στην πάμπλουτη Ελληνίδα, που την κατάντησαν ζητιάνα, να παρακαλάει για ένα κομμάτι ψωμί, στη γυναίκα που διέθεσε όλη την τεράστια περιουσία της για την ελευθερία της Ελλάδας, αγοράζοντας και εξοπλίζοντας δέκα πολεμικά πλοία και σχηματίζοντας στρατιωτικό σώμα, από 16 λόχους, πολεμώντας με τους άνδρες, σαν άνδρας।
Φαρμακωμένη, πικραμένη, ζώντας από την ελεημοσύνη των συγγενών της, τη βρήκε ο θάνατος στην Πάρο,όπου και την έθαψαν στον περίβολο της εκκλησίας της Εκατονταπυλιανής.
Ο Blaquiere Edward στα απομνημονεύματά του γράφει: Αυτή η ενδιαφέρουσα γυναίκα, αφού ξόδεψε το σύνολο της περιουσίας της στην ελληνική υπόθεση, απόμεινε μονάχα με τον πατριωτισμό και την αγάπη προς την πατρίδα, που, όπως πιστεύω, και πεντακάθαρος είναι και αφιλοκερδής।Μου έκανε εντύπωδη κατά τις συνομιλίες μας η σοβαρότητα των αισθημάτων της, καθώς και η φιλοδοξία της να δει τους Έλληνες ενωμένους.
Η Μαντώ Μαυρογένους καταγόταν από ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας, η οποία έφυγε κρυφά για την Ιταλία. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης ασχολήθηκε με το εμπόριο. Με την έναρξη της Επανάστασης πήγε στην Μύκονο και ξεσήκωσε τους κατοίκους εναντίον των Τούρκων. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε τους πειρατές που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία. Για τη δραστηριότητά της, συνολικά, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Επίσης εκτός από τη Γαλλική, μιλούσε άπταιστα την Ιταλική αλλά και την Τουρκική.
Μετά την Επανάσταση καταδιωκόμενη από τον Ιωάννη Κωλέττη,(ο οποίος συμμετείχε και στην Α' Εθνοσυνέλευση που έγινε το Δεκέμβριο του 1821 στην Επίδαυρο) ξαναγύρισε στη Μύκονο και τον Ιούλιο του 1848 πέθανε στην Πάρο πολύ φτωχή και λησμονημένη!
Μάταια γύρεψαν έπειτα από λίγα χρόνια, μερικοί άνθρωποι που θυμόταν ακόμη τη Μαντώ, να βρουν τον τάφο της. Ούτε ένας σταυρός με το όνομά της δεν είχε σωθεί εκεί που την έθαψαν. Οι σύγχρονοι μπορεί να ξεχνούν. Μα οι μεγάλες ψυχές ποτέ δεν χάνονται. Τις παίρνει στα φτερά της η δόξα». Μόνο ένα άγαλμα στήθηκε στη Μύκονο…
Ξένοι ιστορικοί και περιηγητές εξαίρουν τη συμμετοχή της στα πεδία των μαχών, κάτι που δεν προκύπτει από ελληνικές πηγές. Οι Έλληνες ιστορικοί του 19ου αιώνα παραδόξως την αγνόησαν. « Είναι απορίας άξιον έγραφε το έτος 1890 ο Jules Blancard, πως τέτοια γυναίκα ελησμονήθη εντελώς από όλους τους έλληνες ιστορικούς».
Το 1825 στα γαλλικά κυκλοφορεί το βιβλίο του φιλέλληνα Τ. Ginouvier: «Mavrogenie ou L heroine de la Grece» στο οποίο περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο η ζωή της ηρωίδας όπως την είδαν οι ρομαντικοί φιλέλληνες συγγραφείς της εποχής της. Το έργο αυτό εξαντλήθηκε αμέσως, εκδόθηκε ξανά στο Παρίσι το 1826 και έκανε διάσημο το όνομα της Μαντώς σε όλη την Ευρώπη. Ακολούθησε και τρίτη έκδοση το 1830.
Ο ζωγράφος Adam Friedel κάνει την προσωπογραφία της, η οποία το 1827 κυκλοφορεί στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Η προσωπογραφία αυτή της Μαντούς δημοσιεύτηκε τότε μεταξύ των 24 προσωπογραφιών των επισημότερων αρχηγών της Ελληνικής Επανάστασης.
« Ενθυμούμαι ότι ο ιστορικός και δημοσιογράφος Ιωάννης Φιλήμων, ένας από τους συντρόφους του Δημητρίου Υψηλάντη, μου είχε περιγράψει ένα περιστατικό σχετικά με τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους.
Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης εξέφρασε την πρόθεση να παντρευτεί τη δεσποινίδα Μαυρογένους, οι σύντροφοί του την πήραν, κατά τη διάρκεια μιας σύντομης απουσίας του Δημητρίου Υψηλάντη στο Ναύπλιο, την επιβίβασαν σε πλοίο και την έστειλαν στο νησί της, απειλώντας τη σε περίπτωση που επέστρεφε. Όταν επέστρεψε, ο Υψηλάντης θύμωσε πάρα πολύ και ήταν άρρωστος για πολλές ημέρες γιατί αγαπούσε τη δεσποινίδα Μαυρογένους, αλλά συγχώρησε τους συντρόφους του και, απ’ όσο γνωρίζω, δεν ξαναείδε τη φίλη του.
Κουβέντιασα για τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους με τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, πρώην υπουργό, και με την κυρία Δραγούμη, μητέρα του υπουργού Εξωτερικών. Και οι δύο, μεγάλης ηλικίας πλέον, θυμούνται να έχουν δει και να έχουν ακούσει για τη Μαντώ Μαυρογένους όταν ήταν νέοι στο Ναύπλιο. Ήταν, μου είπαν, μια όμορφη προσωπικότητα, ψηλόσωμη, καλοφτιαγμένη και επιβλητική. Ντυνόταν με ευρωπαϊκά φορέματα, γεγονός σπάνιο για την εποχή.
Η κυρία Δραγούμη θυμάται ακόμη τη βελούδινη μπλούζα της που της είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση τότε. Ο Δημήτριος Υψηλάντης δεν ήταν όμορφος, αλλά ήταν μόλις 28 ετών όταν έφτασε στην Ελλάδα το 1821. Το όνομά του, το θάρρος του, ο πατριωτισμός του, του προσέδιδαν μεγάλο κύρος. Η δεσποινίς Μαυρογένους εντυπωσιάστηκε και συγκινήθηκε. Είχε μεγάλη περιουσία, μισθοδότησε ένα στράτευμα και συνόδευσε τον Υψηλάντη σε μερικές από τις εκστρατείες του. Ο Υψηλάντης ανταπέδωσε αυτό το ειλικρινές και ανιδιοτελές αίσθημα.
Ο πατέρας μου Γεώργιος Κοζάκης Τυπάλδος, επίσης από τους πρώτους συντρόφους του Υψηλάντη, τον οποίο όμως μια σοβαρή ασθένεια τον ανάγκασε να αφήσει την Ελλάδα πριν από το τέλος του πολέμου, μου μίλησε με καλά λόγια για τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους και επέκρινε αυστηρά τη βάναυση συμπεριφορά των υπόλοιπων συντρόφων του Υψηλάντη σχετικά με τη θαρραλέα αυτή γυναίκα. Είχε δίκιο, πιστεύω, όταν απέδιδε αυτή τη συμπεριφορά στις ανατολίτικες προκαταλήψεις της εποχής, καθώς ένα όμορφο και νεαρό πρόσωπο που συνοδεύει τον Υψηλάντη στο στρατόπεδο, ένα αμοιβαίο αίσθημα μεταξύ δύο νέων ανθρώπων, σκανδάλιζε και τρόμαζε τους άνδρες της εποχής στην Ανατολή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου