Παραδοσιακά προϊόντα
Η παραδοσιακή ελληνική κουζίνα, ένα σύνολο που στη βάση του έχει τα αγνά προϊόντα της ελληνικής φύσης αποτελεί ένα ισορροπημένο μοντέλο διατροφής, που μπορεί να εξασφαλίσει μια καλύτερη ποιότητα ζωής και σωματικής υγείας. Προϊόντα μοναδικής ποιότητας και αξεπέραστης διατροφικής αξίας, όπως η ελιά και το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, τα γαλακτοκομικά και τυροκομικά, το μέλι, το ούζο, τα ψάρια, οι χυμοί, τονερό, οι ξηροί καρποί, τα κρασιά, η μαστίχα Χίου, ο κρόκος Κοζάνης και άλλα πολλά, δημιουργούν μια εύγευστη και πλούσια σε θρεπτικά συστατικά κουζίνα, που μπορεί να καλύψει τις υψηλές γευστικές και διατροφικές ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου.
Μερικά από τα πλέον ονομαστά παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα είναι:
Ως βάση όλων των συνταγών της παραδοσιακής κουζίνας, το ελαιόλαδο κατέχει εξέχουσα θέση στην ελληνική διατροφή. Το ελληνικό ελαιόλαδο διακρίνεται παγκοσμίως για την αγνότητά του, την εξαιρετική του γεύση και την υψηλή διατροφική του αξία. Θα το βρείτε παντού, σε γυάλινες ή πλαστικές συσκευασίες και με ονομασίες παρθένο και έξτρα παρθένο.
|
Στην αγορά, μπορεί να βρει κανείς μοναδικά τυριάεξαιρετικής ποιότητας, που πραγματικά αξίζει να δοκιμάσει, όπως κασέρι, γραβιέρα, κεφαλοτύρι, μυζήθρα, μετσοβόνε, που ποικίλουν ανάλογα τον τόπο προέλευσης στη γεύση αλλά και στην ονομασία. Κάποια από αυτά κυκλοφορούν σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ άλλα είναι αποκλειστικά τοπικής παραγωγής. Το πιο γνωστό είναι ασφαλώς η ελληνική φέτα. Πρόκειται για άσπρο αρμυρό τυρί, βασικό συστατικό της ξακουστής χωριάτικης σαλάτας, που ωστόσο αποτελεί και βάση για πολλές άλλες συνταγές.
|
Κρασί
Η Ελλάδα, πέραν του ότι είναι η γενέτειρα του Διονύσου, του θεού του κρασιού, είναι και η γενέτειρα της οινοποιίας. Το κρασί από τα νησιά της Χίου και της Θάσου, ήταν φημισμένο σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Για ποικίλους ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους, καθώς και εξαιτίας διαφόρων φυσικών καταστροφών, η τέχνη της οινοποιίας παραμελήθηκε απ' τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Τότε ήταν που οι παραδόσεις της οινοποιίας άρχισαν να αναβιώνουν και σήμερα μπορεί κανείς να βρει πολλά εξαιρετικά ελληνικά κρασιά που παράγονται σε όλη τη χώρα.
|
Το παγκοσμίως φημισμένο και κατεξοχήν χαρακτηριστικό ελληνικό ποτό-απεριτίφ, με δημοφιλέστερο της Λέσβου αλλά και της Χίου. Παράγεται από την απόσταξη αλκοόλης, νερού και αρωματικών υλικών με επικρατέστερο τον γλυκάνισο. Σερβίρεται σε μικρά ή λεπτά και ψηλά ποτήρια και μπορείτε να το πιείτε είτε σκέτο είτε να προσθέσετε δροσερό νερό ή/και πάγος. Μετά την προσθήκη νερού το ποτό εμφανίζει χαρακτηριστικό υπόλευκο χρώμα, που οφείλεται στο γλυκάνισο που περιέχει.
Μπορείτε να συνοδεύσετε το ουζάκι σας με διαφόρων ειδών μεζέδες, όπως παστά, χταπόδι, σαλάτες,πίττες, ελίες, κ.ά.
|
Το ελληνικό μέλι φημίζεται για την καλή του ποιότητα, το άρωμά του και την εξαιρετική γεύση του. Τη μεγάλη του ποικιλία σε γεύσεις και αρώματα την οφείλει στην πλούσια ελληνική χλωρίδα. Περισσότερο γνωστά και με μεγαλύτερη κυκλοφορία στο εμπόριο είναι το ανθόμελο που παράγεται από το νέκταρ κυρίως εσπεριδοειδών και άλλων οπωροφόρων δέντρο, το θυμαρίσιο με το εξαιρετικό του άρωμα και το πευκόμελο, που παράγεται στις ορεινότερες περιοχές από τα κωνοφόρα δέντρα.
|
Ένα προϊόν μοναδικό στον κόσμο μιας και ευδοκιμεί αποκλειστικά και μόνο στο αιγαιοπελαγίτικο νησί τηςΧίου. Παράγεται από τη ρητίνη του μαστιχόδενδρου(Pistacia lentiscus) και μπορεί να καταναλωθεί ακατέργαστη χωρίς χημικές ή βιομηχανικές επεξεργασίες. Ο πατέρας της ιατρικής Ιπποκράτης είχε επισημάνει τις πολλές θεραπευτικές της ιδιότητες, ιδιαίτερα στις παθήσεις του στομάχου, κάτι που υιοθετεί άλλωστε και η σύγχρονη ιατρική.
|
Κρόκος Κοζάνης
O κρόκος, το χρυσάφι της ελληνικής γης όπως αποκαλείται, συγκαταλέγεται στα πιο προσφιλή και πολύτιμα μπαχαρικά των αρχαίων πολιτισμών, για το άρωμα, το χρώμα, τις φαρμακευτικές και αφροδισιακές του ιδιότητες. Η Κλεοπάτρα το χρησιμοποιούσε στα καλλυντικά της, οι αρχαίοι Φοίνικες στις προσφορές τους στη θεά Αστάρτη, ο Όμηρος το αναφέρει στα κείμενά του ενώ το συναντάμε ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη. Η ιστορία του στη νεότερη Ελλάδα ξεκινάει όταν Κοζανίτες έμποροι το μεταφέρουν από την Αυστρία, τον 17ο αιώνα. Για τριακόσια χρόνια ο κρόκος καλλιεργείται και αναπτύσσεται κάτω από τον ήλιο της Μακεδονίας, σε μία περιοχή που περιλαμβάνει πολλά μικρά χωριά του Νομού Κοζάνης. Οι κάτοικοι της περιοχής φυτεύουν τον κρόκο κάθε καλοκαίρι και όταν φθάσει το φθινόπωρο αφαιρούν με το χέρι τα πολύτιμα στίγματα του πανέμορφου λουλουδιού και τα αποξηραίνουν προσεκτικά για να γίνουν τα βαθυκόκκινα λεπτά νήματα. Χρειάζονται 50.000 περίπου στίγματα για να προκύψουν 100 γραμμ. κόκκινου κρόκου.
Ο κρόκος ή η ελληνική ζαφορά (saffron) όπως συνήθως λέγεται, ανήκει στην καλύτερη ποιότητα σαφράν στον κόσμο και δικαίως αποκαλείται «το λουλούδι της μεσογειακής κουζίνας»
|
Συνδεδεμένα με το γλυκό καλωσόρισμα του επισκέπτη, αποτελούν το κατ' εξοχήν παραδοσιακό κέρασμα στα ελληνικά σπίτια συνήθως το μέγεθος τους όταν σερβίρονται είναι όσο ενός γεμάτου κουταλιού του γλυκού, εξ ου και η ονομασία τους. Τα περισσότερα από αυτά τα γλυκά προετοιμάζονταν την εποχή του χρόνου κατά την οποία ωριμάζει κάθε φρούτο: αγριοκέρασα, σταφύλια, σύκα, βερίκοκα, μούρα, δαμάσκηνα, κυδώνια, περγαμόντα, και κίτρα, που ωριμάζουν το ένα μετά το άλλο από τις αρχές του καλοκαιριού μέχρι τα τέλη του Φθινοπώρου. Ωστόσο υπάρχουν και παραλλαγές γλυκών που φτιάχνονται από φρούτα ή καρπούς που δεν έχουν ακόμα ωριμάσει (π.χ. φιστίκια, καρύδια, σύκα νεράντζια), ενώ δεν λείπουν και γλυκά κουταλιού με πρώτη ύλη διάφορα λαχανικά (ντοματάκι ή μελιτζανάκι).
Από τις περισσότερες από αυτές τις πρώτες ύλες, εκτός από γλυκά του κουταλιού φτιάχνονται και υπέροχεςμαρμελάδες ή κομπόστες.
|
Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της ελληνικής γεύσης, δεν μπορεί παρά να συγκαταλέγονται και τα τοπικά, παραδοσιακά ηδύποτα - λικέρ. Προϊόντα όπως τριαντάφυλλο, κράνα, δαμάσκηνο, μέντα, μαστίχα, καρυδάκι, αλλά και πολλά άλλα, «δανείζουν» το άρωμα και τη γεύση τους στο οινόπνευμα με συναρπαστικά αποτελέσματα.
Γνωστότερα από αυτά είναι η μαστίχα Χίου, από το γνωστό μαστιχόδεντρο που φύεται αποκλειστικά στο νότιο μέρος του νησιού, το Κίτρο Νάξου, το Κουμ Κουάτ, το «χρυσό πορτοκάλι» όπως λέγεται της Κέρκυρας, η πατρινή αρωματική Τεντούρα, από απόσταγμα κανέλλας και γαρίφαλου, που σύμφωνα με την παράδοση η προέλευση της ανάγεται στον 15ο αι., ενώ οι παλαιοί την ονόμαζαν μοσχοβολήθρα», λόγω του έντονου αρώματός της, και έχει χρήση κυρίως χωνευτικού ποτού, μετά από ένα καλό γεύμα.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου