Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Ο θεσμός του «δημόσιου γιατρού» στην αρχαιότητα

image012
Εισαγωγή
Στην πρώιμη αρχαιότητα η Ιατρική κατατασ­σόταν στις λεγόμενες «χειρωνακτικές» τέχνες. Κάθε τέχνη από τον Όμηρο μέχρι τον Ηρόδοτο είχε την έννοια της ειδικότερης επαγγελματικής γνώσης, που, ειδικά για την ιατρική, μεταδιδόταν με προφορική και πρακτική καθοδήγηση από τον πατέρα στον γιο και σε μαθητευόμενους από συγγενικές οικογένειες.
Ο αρχαίος θεραπευτής ασκούσε την ιατρική εμπειρικά με δεισιδαιμονία και προκατάληψη περιπλανώμενος από τόπο σε τόπο. Έτσι το ιατρικό επάγγελμα ήταν η τέχνη ε­νός «περιοδεύοντος θεραπευτή», ο οποίος μετα­κινούνταν συχνά επιλέγοντας κάθε φορά την πό­λη ή τον ηγεμόνα που θα του εξασφάλιζε τις υ­ψηλότερες απολαβές και τα μεγαλύτερα προνό­μια. Η ιατρική τέχνη όμως δεν συγκρινόταν από κοινωνική άποψη με την τέχνη ενός άλλου γυρο­λόγου. Ο φόβος της αρρώστιας και η ελπίδα για την ίασή της προκαλούσε τον θαυμασμό για τον περιοδεύοντα γιατρό. Η φήμη που τον έκανε να ξεχωρίζει μεταξύ των συναδέλφων του στηριζό­ταν στις εμπειρικές θεραπευτικές του ικανότητες και στα αποτελέσματα που είχε να επιδείξει1.
Από τον 6ο π.Χ. αιώνα μαζί με την αρχαιότερη θρησκευτικο-μαγική ιατρική, που θέλει τη θερα­πεία κάθε αρρώστιας να βρίσκεται στα χέρια των θεών, κάνει την εμφάνισή της μια άλλη ιατρική. Είναι μια ιατρική, που με τη συμβολή Ιώνων και Πυθαγορείων φιλοσόφων, βασίζεται στις παρα­τηρήσεις, στην εμπειρία και στη λογική του αν­θρώπινου νου. Η επιστημονική ιατρική θα πάρει σάρκα και οστά με το έργο του μεγάλου γιατρού της κλασικής αρχαιότητας, του Ιπποκράτη του Κώου, που έζησε στο τέλος του 5ου και στις αρ­χές του 4ου αιώνα π.Χ. Στα συγγράμματα του Ιπποκράτη και ορισμένων άλλων προγενεστέρων ή μεταγενεστέρων απ’ αυτόν γιατρών που απαρ­τίζουν τη λεγόμενη «Ιπποκρατική Συλλογή», απο­δίδονται σήμερα το θεωρητικό υπόβαθρο και πολλές σπουδαίες αρχές της σύγχρονης ιατρι­κής επιστήμης2.
Αντίθετα με την εξέλιξη της αρχαίας ιατρικής, οι απαιτήσεις και τα όρια άσκησής της παρέμει­ναν στάσιμα και μη επακριβώς καθορισμένα τόσο από κοινωνική όσο και από επαγγελματική άποψη3. Παρά τα ακαθόριστα σύνορα της ιατρι­κής και την παγιωμένη αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων να επιλέγουν μόνοι τους τον γιατρό ή κάποιο εμπειρικό θεραπευτή, αναπτύχθηκε σε ο­ρισμένες πόλεις η αντίληψη ότι η υγεία αποτελεί κοινωνικό αγαθό. Η πολιτική τοποθέτηση ότι είναι υποχρέωση της πολιτείας να καλύπτει τη δαπάνη της διάγνωσης και θεραπείας των αρρώστων πο­λιτών οδήγησε στην ανάπτυξη και στη διαχρονική εξέλιξη του θεσμού του «δημόσιου γιατρού»4.
Η αρχαία κοινωνική πρόνοια για την υγεία
Η κοινωνική πρόνοια για την υγεία είχε αφε­θεί από την αρχαία ελληνική πολιτεία στο βαθύ­τατο θρησκευτικό συναίσθημα των ικετών ασθε­νών οι οποίοι συνέρρεαν στα ιερά του Ασκλη­πιού5. Μαζί με τα τελετουργικά τους καθήκοντα προς τον θεό της υγείας, οι ασθενείς προσκυνη­τές υποβάλλονταν σε θεραπευτική εγκοίμηση στο Άβατον του ναού. Εκεί ο θεός μέσω του ονεί­ρου που έστελνε ή των ιερέων του, οι οποίοι ε­κτελούσαν και ιατρικές πράξεις, είτε χάριζε στους ασθενείς τη θεραπεία είτε τους έδινε έναν θεραπευτικό χρησμό6.
Η αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για μια α­μιγώς ασκούμενη ιδιωτική ιατρική άρχισε να αλ­λάζει από τον 6ο π.Χ. αιώνα, όταν οι ελληνικές πόλεις-κράτη άρχισαν να αναγνωρίζουν την πρό­νοια για την υγεία των πολιτών ως κοινωνική υ­ποχρέωση. Καθώς αυξάνονταν το μέγεθος και ο πλούτος των πόλεων τα ζητήματα υγείας και η φροντίδα των ασθενών δεν έπρεπε να αποτε­λούν μόνο ιδιωτική πρωτοβουλία αλλά ευθύνη του δήμου. Έτσι παρά τις επιφυλάξεις των αρ­χαίων Ελλήνων απέναντι στις ρυθμίσεις της πό­λης των, που τις έβλεπαν ως επεμβάσεις και υ­περβάσεις, άρχισε να αναπτύσσεται και να κα­θιερώνεται σταδιακά ο θεσμός και το κοινωνικό αξίωμα του «δημόσιου γιατρού».
Η πρόσκληση των γιατρών
Οι μικρές πόλεις και πολύ περισσότερο οι οικι­σμοί της υπαίθρου είχαν μεγάλη δυσκολία να βρουν έναν εγνωσμένης αξίας περιοδεύοντα για­τρό, που θα τον έπειθαν έναντι κάποιας αμοιβής σε χρήματα ή σε αγροτικό είδος να εγκατασταθεί και να ανοίξει το ιατρείο του στον τόπο τους. Αντί­θετα οι μητροπόλεις και οι μεγάλες πόλεις των α­ποικιών μπορούσαν να δεσμεύσουν έναν φημισμέ­νο γιατρό για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να φροντίζει για την υγειονομική κάλυψη των πολι­τών. Το δέλεαρ για την προσέλκυση ενός τέτοιου γιατρού που θα προσέφερε τις υπηρεσίες ως υ­πάλληλος της πολιτείας ήταν φυσικά η υψηλή χρη­ματική αμοιβή και διάφορα προνόμια. Σε περιπτώ­σεις εκτάκτου ανάγκης, όπου κάποια μολυσματική ασθένεια προσέβαλλε μεγάλο τμήμα του πληθυ­σμού (επιδημία = επί του δήμου), καλούνταν κά­ποιος διάσημος γιατρός για να συνδράμει στην α­ντιμετώπιση και αναχαίτισή της. Στον λοιμό των Αθηνών που άρχισε το 430 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, λέγεται ότι κλή­θηκε από τον δήμο των Αθηναίων ο Ιπποκράτης για να τους συμβουλέψει για τα δημόσια υγειονο­μικά μέτρα που έπρεπε να πάρουν, ώστε να στα­ματήσει η εξάπλωση της φοβερής επιδημίας7.
Οι πόλεις που παρείχαν το κοινωνικό αξίωμα του «δημόσιου γιατρού» δεν προσλάμβαναν οποι­ονδήποτε ήταν διαθέσιμος αλλά έναν γιατρό που διέθετε υψηλά επιστημονικά προσόντα, ικανότη­τα θεραπευτική και εντιμότητα. Και επειδή στην αρχαία εποχή δεν είχαν εφευρεθεί πτυχία, πιστο­ποιητικά αξιοσύνης και βιογραφικά σημειώματα, η συστατική επιστολή που θα προέτρεπε τους δήμους των πόλεων να προσλάβουν κάποιον για τη θέση του δημόσιου γιατρού, ήταν η φήμη του, η οποία προπορευόταν της έμπρακτης απόδειξης της αξίας του. Επίσης για να εξακριβώσουν τα προσόντα και την επιμέλεια του γιατρού ρωτού­σαν τους δασκάλους του. Έτσι η φημισμένη για τα νομικά της κείμενα8 πόλη της Γόρτυνας στην
Κρήτη για να μην αφήσει στην τύχη το ποιος για­τρός θα ασκούσε το δημόσιο λειτούργημά του, στράφηκε στο Ασκληπιείο της Κω με την παρά­κληση να μεσολαβήσει και να υποδείξει τον κα­τάλληλο άνθρωπο για τη θέση. Το Ασκληπιείο υ­πέδειξε κάποιο γιατρό ονόματι Ερμία από την Κω, ο οποίος ανταποκρίθηκε πρόθυμα στην «προκήρυξη» των Γορτυνίων και εργάστηκε στην πόλη τους για 5 χρόνια. Η ικανοποίηση των κατοί­κων ήταν τόσο μεγάλη που τίμησαν τον Ερμία με μια επιγραφή. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν συνηθι­σμένες οι τιμητικές επιγραφές για τους γιατρούς που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στην πόλη, όπως έκαναν οι κάτοικοι της Τήνου τον 2ο αιώνα π.Χ. για τον γιατρό Απολλώνιο τον Μιλήσιο9.
Ο διορισμός του Δημοκήδη ως «δημόσιου γιατρού» στην Αίγινα αποτελεί ίσως την πρωιμό-τερη μαρτυρία γι’ αυτό τον θεσμό. Ο Δημοκήδης από τον Κρότωνα της Ιταλίας ήταν φημισμένος γιατρός που έζησε στο μεταίχμιο του 6ου προς τον 5ο αιώνα π.Χ. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος στην Ιστορία του10, ο Δημοκήδης εκπαιδεύτηκε στον Κρότωνα από τον ιδιόρρυθμο γιατρό πατέ­ρα του Καλλιφώντη, Κνίδιο στην καταγωγή. Κά­ποια στιγμή ο Δημοκήδης εγκατέλειψε την Ιταλία «ασκευής… και έχων ουδέν των όσα περί την τέ-χνην εστί εργαλήια» και εγκαταστάθηκε στην Αί­γινα. Οι πολίτες του νησιού εκτιμώντας τις ιατρι­κές του υπηρεσίες, του προσέφεραν για τη θέση του «δημόσιου γιατρού» ετήσια αμοιβή ενός τα­λάντου (60 μνας ή 6.000 δραχμές). Δύο χρόνια αργότερα η ανταγωνίστρια με την Αίγινα πόλη της Αθήνας διεκδίκησε τον Δημοκήδη για το α­ξίωμα του «δημόσιου γιατρού» προσφέροντας περισσότερα χρήματα, 100 μνας. Τους Αθηναί­ους ξεπέρασε τον επόμενο χρόνο ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης, που πρόσφερε δύο τά­λαντα. Στη Σάμο ο Δημοκήδης έδρασε ως προ­σωπικός γιατρός στην αυλή του τυράννου για να καταλήξει μετά τη δολοφονία του τελευταίου αιχμάλωτος στα Σούσα. Εκεί πρόσφερε αναγκα­στικά τις υγειονομικές του υπηρεσίες προσωπικά στον βασιλιά των Περσών Δαρείο και στη σύζυγο του Άτοσσα, την οποία θεράπευσε από ένα χρό­νιο έλκος του μαστού.
Οι απολαβές των «δημοσίων γιατρών»
Η πρόνοια των πόλεων να προσελκύσουν φη­μισμένους γιατρούς οδήγησε κατ’ ανάγκη στην προσφορά υψηλών απολαβών και διαφόρων προνομίων. Παρ’ όλο τον μισθό του, όμως, και όπως δείχνουν αρκετές ιστορικές μαρτυρίες, ο δημόσιος γιατρός δεν είχε την υποχρέωση να θεραπεύει πάντα δωρεάν τους κατοίκους της πό­λης, η οποία τον είχε διορίσει11. Τα χρήματα για τον μισθό του γιατρού δεν προέρχονταν πάντα από το ταμείο της πόλης αλλά και από ιδιώτες χορηγούς. Στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές των αρχαίων ελληνικών πόλεων, όπου συνέρρε-αν πλήθη ανθρώπων, δημιουργούνταν η άμεση ανάγκη της υγειονομικής φροντίδας. Η πληρωμή του ή των γιατρών, που θα προσέφεραν τις υπη­ρεσίες τους στο κοινό καθ’ όλη τη διάρκεια των εορτών και των συνοδών αγώνων, καλυπτόταν από κάποιο χορηγό, που πιθανώς να είχε αναλά­βει και άλλες οικονομικές υποχρεώσεις. Έτσι σε μια επιγραφή βλέπουμε να τιμάται ένας εύπορος χορηγός πολίτης από την Πάρο που είχε αναλά­βει τα έξοδα κάποιου γιατρού, ο οποίος είχε διο­ριστεί ειδικά για τη γιορτή των Παναθηναίων12.
Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις, που τα ιατρι­κά έξοδα ενός «δημόσιου γιατρού» επιμερίζο­νταν στους πολίτες μ’ έναν έκτακτο φόρο, το ια-τρικόν. Στην ελληνιστική Αίγυπτο οι Πτολεμαίοι είχαν καθορίσει ο ιατρικός φόρος να πληρώνεται σε αγροτικά προϊόντα. Το πιο συνηθισμένο ήταν μια ποσότητα σιταριού, η οποία περισυλλεγόταν και αποθηκευόταν από τους αγρότες για να πα­ραδοθεί κατευθείαν στον γιατρό13. Σε περίπτω­ση καθυστέρησης της πληρωμής έπρεπε να κα­ταβληθεί στον γιατρό μια επιπλέον ποσότητα σί­του ως πρόστιμο.
Η αδυναμία αρκετών πόλεων να καλύψουν τα οικονομικά βάρη μιας κοινωνικής πολιτικής για την υγεία προετοίμασε το έδαφος για να δημι­ουργηθούν οι έρανοι, δηλαδή σωματεία προσώ­πων με κοινά συμφέροντα, που συγκέντρωναν χρήματα για διαφόρους σκοπούς14. Τα μέλη των σωματείων, οι ερανισταί, συνεισέφεραν χρήματα τα οποία συγκεντρώνονταν σε ένα κοινό ταμείο απ’ όπου πληρώνονταν και τα νοσήλια. Οι έρανοι αυτοί μπορούν ως έναν βαθμό να θεωρηθούν οι μακρινοί πρόδρομοι των σημερινών ασφαλιστι­κών εταιρειών, που εκτός των άλλων παρέχουν και ιατρική κάλυψη.
Η αμοιβή που έδινε η πολιτεία στους «δημό­σιους γιατρούς» αρκετές φορές συνοδευόταν και από άλλες παροχές ή προνόμια. Τους παρα­χωρούσαν σπίτι και κτήματα, τους έκαναν επίτι­μους δημότες και τους εξομοίωναν στα δικαιώ­ματα με τους γηγενείς πολίτες της πόλης, στην οποία είχαν εγκατασταθεί. Παράλληλα οι «δημό­σιοι γιατροί» απαλλάσσονταν από την υποχρέω­ση να εκλέγονται σε αξιώματα-λειτουργίες, οι ο­ποίες συνήθως συνδέονταν με μεγάλες οικονομι­κές και προσωπικές επιβαρύνσεις.
Η εξέλιξη του θεσμού
Στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. εμφανίζεται στις επιγραφές της ελληνιστικής Ανατολής ένας άλ­λος χαρακτηρισμός, εκείνος του «αρχιάτρου», ε­κεί όπου πρωτύτερα διάβαζε κανείς το αξίωμα του «δημόσιου γιατρού». Οι αρχίατροι ήταν κατά βάση οι προσωπικοί γιατροί των ηγεμόνων των ελληνιστικών κρατών και κυρίως των Σελευκι­δών. Ο Απολλοφάνης ήταν αρχίατρος του βασι­λιά Αντίοχου Γ’ (223-190 π.Χ.), ο Κρατερός του Αντίοχου Θ’ (115-95 π.Χ.) και ο Ασκληπιάδης του Μιθριδάτη ΣΤ’ (101-63 π.Χ.). Ο Μιθριδάτης, βασι­λιάς του Πόντου, πειραματιζόμενος μαζί με τον γιατρό του είχε αποκτήσει ανοσία στα δηλητή­ρια, επειδή προκαλούσε εθισμό στον οργανισμό του (μιθριδατισμός), καθώς λάμβανε επί χρόνια συστηματικά διάφορες τοξικές ουσίες.
Η εξέλιξη του θεσμού του «δημοσίου για­τρού» των ελληνικών πόλεων αρχίζει κατά την αυτοκρατορική ρωμαϊκή εποχή15. Οι αρχίατροι αποτελούν ξεχωριστή κοινωνική τάξη και γίνο­νται φορείς δημοσίων λειτουργημάτων. Αρχικά τον τίτλο του αρχιάτρου έφεραν οι γιατροί της αυτοκρατορικής αυλής (archiatri palatini), οι για­τροί των δημοσίων γυμναστηρίων και Εστιάδων, οι γιατροί των μονομάχων και τέλος εκείνοι που παρίσταντο στις θηριομαχίες.
Οι προσωπικοί αρχίατροι των αυτοκρατόρων ζούσαν σ’ έναν χώρο εξουσίας και πολιτικής ε­πιρροής με ένταση και αγωνία, κάπου ανάμεσα στη χλιδή, τη δόξα και τον κίνδυνο16. Μια λανθα­σμένη θεραπεία ή μια υποψία σε συμμετοχή τους σε συνομωσία μπορούσε να κοστίσει την ί­δια τους τη ζωή. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν ο Γάιος Στερτίνιος Ξενοφών, Έλληνας από την Κω με εκρωμαϊσμένο όνομα, που υπήρξε ο προσωπι­κός αρχίατρος του αυτοκράτορα Κλαυδίου (41­54 μ.Χ.). Ο Κλαύδιος με την πολιτική του να δίνει πρωτοβουλίες σε άξιους ανθρώπους ανεξάρτη­τα αν ήταν Ρωμαίοι ή όχι17 ανέθεσε στον Ξενο­φώντα τη φροντίδα αρκετών ελληνικών υποθέσε­ων. Ο Ξενοφών άδραξε την ευκαιρία και λόγω της θέσης του άσκησε πολιτική δράση στον χώ­ρο της υγείας. Πιστοποίησε την ασυλία των ελληνικών ιερών, εξασφάλισε φορολογική ατέλεια στο Ασκληπιείο της Κω απ’ όπου και καταγόταν και χρηματοδότησε την ανοικοδόμηση του γκρε­μισμένου ναού και της βιβλιοθήκης για τη φύλα­ξη των ιατρικών παπύρων. Όταν όμως δολοφο­νήθηκε ο Κλαύδιος, ο Ξενοφώντας κατηγορήθη­κε ότι συμμετείχε στη συνομωσία και ότι ήταν ε­κείνος που χορήγησε το δηλητήριο στον αυτο­κράτορα σαν γιατρικό, παρακινούμενος από την αυτοκράτειρα Αγριππίνα τη νεότερη.
Μπορεί ο Ιούλιος Καίσαρας (100-44 π.Χ.) να ήταν εκείνος που χορήγησε στους Έλληνες για­τρούς τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη, τα μεγάλα προνόμιά τους όμως δόθηκαν κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Βεσπασιανού (69-79 μ.Χ.), Τραϊανού (98-117 μ.Χ.) και Αδριανού (117-138 μ.Χ.). Τέτοια προνόμια ήταν η απαλλαγή από δύ­σκολες δημόσιες υπηρεσίες, ελαφρύνσεις ή α­παλλαγή από φόρους και εξαίρεση από τη στρα­τιωτική θητεία. Το πιο σπουδαίο όμως ήταν το δι­καίωμα που παραχωρήθηκε στους «δημόσιους αρχιάτρους» να συγκροτούν επαγγελματικούς συλλόγους γνωστούς ως collegia medicorum. Οι γιατροί του κολεγίου της αρχαίας Ρώμης που τι­μούσε ως προστάτιδά του τη θεά Μινέρβα (ταυ­τιζόταν με την Αθηνά), μπορούσαν να συνεργά­ζονται με διάφορα ιερά για λατρευτικούς και θε­ραπευτικούς σκοπούς.
Η αντίδραση για τα υπερβολικά μεγάλα προ­νόμια των γιατρών δεν άργησε να ξεσπάσει. Η δυσαρέσκεια των φτωχών πολιτών και του όχλου της Ρώμης που διαμαρτύρονταν ότι τους κατα­λόγιζαν τα οικονομικά φορτία των απαλλασσόμε­νων από τους φόρους γιατρών, ανάγκασε τον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Πίο (138-161 μ.Χ.) να πάρει τα εξής μέτρα: Οι δημόσιοι γιατροί των διαφόρων κοινοτήτων θα είχαν πλέον την υπο­χρέωση να θεραπεύουν αμισθί τους φτωχούς της Ρώμης και των άλλων πόλεων. Οι γιατροί που μισθοδοτούνταν από το δημόσιο ταμείο έλα­βαν τον τίτλο archiatri populares, δηλαδή αρχία­τροι του λαού. Για να αναχαιτίσει τη μετανάστευ­ση των γιατρών στις μεγάλες πόλεις της αυτο­κρατορίας ο Αντωνίνος περιόρισε τον αριθμό των δημοσίων αρχιάτρων που διορίζονταν στις πόλεις. Για τις μεγάλες μητροπόλεις καθόρισε δέκα αρχιάτρους, για τις μεσαίες επτά και για τις μικρές πέντε18.
Στους πρώτους αιώνες της βυζαντινής αυτο­κρατορίας οι αρχίατροι της αυλής στην Κωνστα­ντινούπολη προσαγορεύονταν στη λατινική γλώσ­σα ως αξιότιμοι (spectabiles) ή εξοχότατοι (perfectissimi). Στο νομοθετικό έργο του Ιουστι­νιανού στο οποίο συγκεντρώθηκε όλο το παραδε-δομένο ρωμαϊκό δίκαιο θίγονταν γενικά υγειονο­μικά θέματα και οικονομικά ζητήματα, που αφο­ρούσαν την τάξη των γιατρών. Μέσα στις ρυθμί­σεις ήταν η κατάργηση του μισθού των αρχιά­τρων από το δημόσιο ταμείο και η νομική διευθέ­τηση του τρόπου είσπραξης της αμοιβής τους. Προς το τέλος της βυζαντινής εποχής ο χαρακτη­ρισμός «ακτουάριος» αντικατέστησε τον ρωμαϊκό τίτλο του αρχιάτρου της αυτοκρατορικής αυλής.
Σταδιακά με το πέρασμα των αιώνων ο τίτλος του «δημόσιου αρχίατρου» ατόνησε τουλάχιστον ως προς την ανεύρεσή του στις γραπτές πηγές για να διασωθεί μόλις το 1136 μ.Χ. στο«τυπικόν» της Μονής του Παντοκράτορα στην Κωνσταντι-νούπολη19. Εκείνη τη χρονιά ο αυτοκράτορας Ιω­άννης Β’ Κομνηνός και η σύζυγος του Άννα θεμε­λίωσαν το γνωστότερο αυτοκρατορικό ίδρυμα πε­ρίθαλψης ασθενών. Στο ιδρυτικό έγγραφο καθορί­ζονταν επακριβώς η οργάνωση και λειτουργία του ιδρύματος με χαρακτήρα «νοσοκομείου»20, το ο­ποίο περιελάμβανε διάφορα υγειονομικά τμήματα, όπως παθολογικό και χειρουργικό με επαρκέστατο βοηθητικό και ιατρικό προσωπικό στο οποίο συ­μπεριλαμβάνονταν και δύο αρχίατροι.
Επίλογος
Από τη μικρή αυτή ιστορική διαδρομή παρα­τηρούμε ότι ο θεσμός του «δημόσιου γιατρού» στην αρχαιότητα άρχισε να εφαρμόζεται σε ορι­σμένες ελληνικές πόλεις κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Τότε για πρώτη φορά η πρόνοια για την υγεία των πολιτών αντιμετωπίστηκε ως κοινωνικό αγα­θό και όχι ως αμιγώς ιδιωτικό ζήτημα. Οι αρχαίοι δήμοι προσπαθούσαν να δεσμεύσουν για τις πό­λεις τους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα περιζήτητους γιατρούς με καλές αμοιβές, ενώ οι τύραννοι πολλές φορές με υπέρογκες. Οι αμοι­βές όχι σπάνια συνοδεύονταν και από άλλες πα­ροχές ή προνόμια. Κατά την ελληνιστική εποχή εμφανίζονται οι αρχίατροι, που είναι οι προσωπι­κοί γιατροί των βασιλιάδων των ελληνιστικών κρατών. Οι αυλικοί αρχίατροι και εκείνοι του λα­ού γίνονται φορείς δημοσίων λειτουργημάτων και διαδέχονται τους παλιούς «δημόσιους για­τρούς» κυρίως κατά την αυτοκρατορική ρωμαϊκή εποχή. Αποτελούν κατά κάποιο τρόπο μια ξεχωριστή κοινωνική τάξη με ιδιαίτερα προνόμια, που προκαλούσαν αντιδράσεις. Οι αρχίατροι επιβίω­σαν στην αυλή των πρώτων βυζαντινών αυτοκρα­τόρων αλλά σταδιακά έπαψαν να αποτελούν δια­κριτούς φορείς λειτουργημάτων και προνομίων και τελικά ενσωματώθηκαν με τους υπόλοιπους γιατρούς.
Βιβλιογραφία
1. Pollak K. Η Ιατρική στην Αρχαιότητα. Μετάφραση Αιμ. Μαυ-ρουδής, Εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2005.
2. Edelstein Ε. Ludwig. Ancient Medicine, Baltimore, The John Hopkins Press, 1967.
3. Krug Α. Αρχαία Ιατρική. Επιστημονική και θρησκευτική ια­τρική στην αρχαιότητα. Εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1997.
4. Cohn-Haft L. The public physician of ancient Greece. Smith Coll, Studies in Ancient History, 42, 1966.
5. Καββαδίας Π. Το ιερόν του Ασκληπιού εν Επιδαύρω, Αθήναι
1900.
6. Αραβαντινός Α.Π. Ασκληπιός και Ασκληπιεία, Λειψία 1907, αναστατική έκδοση 2001.
7. Λυπουρλής Δ. Ιπποκράτης, Ιατρική δεοντολογία, Νοσολο­γία. Σειρά αρχαίοι συγγραφείς, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2001.
8. Δημάκης Π. Οι νόμοι εις την αρχαίαν Ελλάδα, το Δίκαιον της Γόρτυνος, Αθήναι 1965.
9. Γεωργακόπουλος Κ. Αρχαίοι Έλληνες ιατροί. Ιασώ, Αθήνα
1998.
10. Ηροδότου Ιστορίαι. Μετάφραση Η. Σπυρόπουλος, Πατά­κης, Αθήνα 1997.
11. Sigerist Η. Ε. A History of Medicine. Alfred Metzner Verlag,
1961.
12. Ιστορία του ελληνικού έθνους. Ο κλασσικός ελληνισμός, Εκδοτική Αθηνών, τόμος Γ1, 1972.
13. Kudlien F. Der griech Arzt im Zeitalter d. Hellenismus. Abn Mainz, 6, 1979.
14. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 24, Πάπυρος, Αθήνα 1996.
15. Casson L. Travel in the ancient world. London, 1974.
16. Παπασπύρου Ν. Εισαγωγή στην ιστορία και φιλοσοφία της Ιατρικής, 3η έκδοση, Αθήνα 1950.
17. Παπαγγελής Θ. Η Ρώμη και ο κόσμος της, κεφ. 8: Εγώ ο Κλαύδιος, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη
2005.
18. Nutton V. Archiatri and the medical profession. Paers BSR
45, 1977.
19. Gautier P. Le typicon du Christ Sauveur Pantocrator, REB
32, 1974.
20. Μαλούτας Σ. Βυζαντινοί ιατροί, οι πρώτοι «νοσοκομειακοί» γιατροί στην Ιστορία. Οφθαλμολογία 14,3: 329-331, 2002.
ΠΗΓΗ:
Στέφανος Μαλούτας
Χειρουργός Οφθαλμίατρος, Αναπληρωτής Διευθυντής ΕΣΥ, Α’ Οφθαλμολογική Κλινική Α.Π.Θ.,
Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ
Γ.Ν.Θ. «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ»
About these ads

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου