Της Φωτεινής Τομαή-Κωνσταντοπούλου Ιστορικού, Προϊσταμένης της
Υπηρεσίας Διπλωματικού & Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου των
Εξωτερικών
Με τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τη νίκη των Συμμάχων σε βάρος των δυνάμεων του άξονα, η μικρή Ελλάδα με τη μεγαλειώδη αντίσταση, που έκανε το πρόσωπο-σύμβολο της νίκης Winston Churchill ν' αναφωνήσει τη μνημειώδη φράση «πολέμησαν ως ήρωες, πολέμησαν ως Έλληνες!», μετρούσε απώλειες παντός είδους: σε άμαχο πληθυσμό, σε νεκρούς στα μέτωπα, σε φυσικό πλούτο και εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας.
Μόνη ελπίδα από τη μοιρασιά της λείας του πολέμου δεν φαινόταν άλλη -όπως και έγινε- από την εκπλήρωση του αιώνιου πόθου των Δωδεκανησίων για την Ένωση των νήσων τους με τη Μητέρα Ελλάδα.
Η ιταλική ανακωχή του 1943, η παράδοση των νησιών από τους Γερμανούς στα συμμαχικά στρατεύματα στις 8 Μαΐου 1945, η απόφαση των νικητών του Πολέμου να αποδοθούν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα, η αγγλική στρατιωτική κατοχή μέχρι την 31η Μαρτίου 1947 και η υπογραφή στις 10 Φεβρουαρίου 1947 στο Παρίσι της Συνθήκης Ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων και συνασπισμένων δυνάμεων (μεταξύ αυτών και της Ελλάδας), και της Ιταλίας από την άλλη, αποτέλεσαν μία αλυσίδα γεγονότων που κατέληξαν στο αίσιο για τη Δωδεκάνησο τέρμα, της επανενσωμάτωσής τους στην Ελλάδα με το Ν.518/9.1.1948 που ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων με συμβολική ημερομηνία έναρξης ισχύος την 28η Οκτωβρίου 1947. Και η 7η Μαρτίου ορίσθηκε πλέον ως ημέρα του πανηγυρικού εορτασμού της Ενσωμάτωσης. Με το παράδοξο όνομα Δωδεκάνησος, αφού ουσιαστικά πρόκειται για σύμπλεγμα δεκατεσσάρων μεγάλων νησιών (αναφερόμαστε στη Ρόδο, την Αστυπάλαια, την Κάλυμνο, την Κάρπαθο, την Κάσο, την Κω, τη Λέρο, τη Νίσυρο, την Πάτμο, τη Σύμη, την Τήλο, τη Χάλκη, το Καστελόριζο και τους Λειψούς), καθώς και πολυάριθμες αραιοκατοικημένες ή ακατοίκητες νησίδες και βραχονησίδες στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, με επιφάνεια 2.681 τ.χ. και πληθυσμό 163.476 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 1991.
Πίσω στην Ιστορία
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν τα νησιά Σποράδες, καθώς φαίνονται άτακτα σπαρμένα κατά μήκος της μικρασιατικής ακτής, σε αντίθεση με τις Κυκλάδες, που μοιάζουν να σχηματίζουν κύκλο γύρω από το ιερό νησί της Δήλου. Η Δωδεκάνησος με την εξαιρετική της θέση στην ανατολική Μεσόγειο δεσπόζει στις θαλάσσιες οδούς ανάμεσα στην Ευρώπη, τον Εύξεινο Πόντο, τη Συρία και την Αίγυπτο. Το κλίμα της, το ωραιότερο της Μεσογείου και τις φυσικές τους καλλονές ύμνησαν Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς και ποιητές. Οι αρχές της δωδεκανησιακής ιστορίας χάνονται μέσα στο ημίφως της προϊστορίας και της μυθολογίας. Οι αρχαίοι μύθοι θέλουν τη Ρόδο να αναδύεται από τους βυθούς του Αιγαίου για να γίνει δώρο στον Απόλλωνα. Πρώιμοι κάτοικοι της Ρόδου και των άλλων νησιών αναφέρονται οι μυθικοί Τελχίνες, οι Κάρες, οι Φοίνικες, οι Αχαιοί, και άλλοι κατά τη νεολιθική, μινωική και μυκηναϊκή περίοδο. Ο Όμηρος αναφέρει τη συμμετοχή των νησιών στην πανελλήνια τρωική εκστρατεία. Η άλωση της Τροίας, πλήττοντας το εμπόριο και τις πειρατικές κινήσεις των Λυκίων, έδωσε τη θαλασσοκρατορία στη Ρόδο. Αργότερα Δωριείς άποικοι εγκαθίστανται στα νησιά και επιβάλλουν τη γλώσσα τους. Η θαλασσοκρατορία των Ροδίων συντελεί στην αύξηση και ευημερία του πληθυσμού και την ίδρυση ανθηρότατων αποικιών στη δυτική Μεσόγειο. Το πλήθος των αρχαιολογικών ευρημάτων αυτής της εποχής στα νησιά, μαρτυρούν την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της νησιωτικής περιοχής, που αποτέλεσε (ιδιαίτερα η Ρόδος) μεγάλο εμπορικό και ναυτικό κέντρο και εστία ελληνικού πολιτισμού. Λίγο πριν από τους περσικούς πολέμους τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου κατελήφθησαν από τους Πέρσες. Μετά τη νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα ο αθηναϊκός στόλος ελευθέρωσε όλα τα νησιά, που έγιναν στη συνέχεια μέλη της Α' Αθηναϊκής Συμμαχίας. Γύρω στα 480 π.Χ. η Κάμειρος, η Ιαλυσός και η Λίνδος της Ρόδου, η Κως και μικρασιατικές δωρικές πόλεις της Κνίδου και της Αλικαρνασσού σχημάτισαν πολιτική ομοσπονδία, τη Δωρική Εξάπολη.
Το 480 π.Χ. οι τρεις παλιές πόλεις της νήσου, η Λίνδος, η Ιαλυσός και η Κάμιρος συνενώθηκαν σε ένα νέο συνοικισμό που από τότε αποτελεί το ένδοξο άστυ της Ρόδου. Η πόλη, κτισμένη αμφιθεατρικά γύρω από τα πέντε λιμάνια της, δίκαια ονομάσθηκε, για την λαμπρότητα των κτηρίων και των μνημείων της, πόλη του Θεού Ήλιου. Στα Ελληνιστικά χρόνια η Ρόδος βρίσκεται στον Κολοφώνα της ακμής της. Οι Ρόδιοι, με την προσφιλή τους πολιτική της ουδετερότητας στη διαμάχη μεταξύ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προκαλούν την οργή του ισχυρού Αντιγόνου και ο γιος του, ο περίφημος Δημήτριος ο Πολιορκητής, πολιορκεί τη Ρόδο το 305-304 π. Χ. χωρίς να πετύχει την κατάληψη της. Σε ανάμνηση της ηρωικής τους άμυνας οι Ρόδιοι έστησαν τον περίφημο Κολοσσό, τεράστιο άγαλμα του θεού Ήλιου και ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, που έπεσε στον καταστρεπτικό για τη Ρόδο και τα γύρω νησιά σεισμό του 227 π.Χ. Όταν η Ρώμη υπέταξε τις ελληνικές χώρες, κυριάρχησε και στα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου εκτός από τη Ρόδο. Και παρά τη Συμμαχία ανάμεσα στη Ρόδο και στη Ρώμη, διάφοροι Ρωμαίοι στρατηγοί, κατά καιρούς, την παραβίασαν και λεηλάτησαν τα πλούτη της Ρόδου. Ο Μάρκος Αντώνιος αποκατέστησε την ελευθερία της Ρόδου που απέκτησε και πάλι την παλιά της ακμή και έγινε ξανά κέντρο των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών. Η Δωδεκάνησος κατέχει εξέχουσα θέση στην ιστορία του ελληνικού πολιτισμού. Από την Ρόδο κατάγονται ο Κλεόβουλος, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, οι ποιητές Πείσανδρος, Τιμοκρέων, Απολλώνιος, Ανταγόρας, οι γραμματικοί Καλλίξενος, Ευαγόρας, Τιμαχίδας, οι ιστορικοί Διονύσιος, Ζήνων, οι φιλόσοφοι Παναίτιος, Εκάτων, Ανδρόνικος, οι γεωγράφοι Εύδοξος και Τιμοσθένης και άλλοι πολλοί. Παράλληλα, διάσημοι πνευματικοί άνθρωποι του αρχαίου κόσμου, φιλόσοφοι, φιλόλογοι, ρήτορες,αστρονόμοι δίδαξαν στις ξακουστές σχολές της Ρόδου, ιδιαίτερα στη ρητορική σχολή που ίδρυσε ο εξόριστος στη Ρόδο Αθηναίος ρήτορας Αισχίνης και άκμασε στους ελληνιστικούς και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η πόλη Κως, από τις ωραιότερες παράλιες πόλεις του ελληνορωμαϊκού κόσμου, είναι η πατρίδα του πατέρα της ιατρικής Ιπποκράτη, του ποιητή Φιλητά, του κωμωδιογράφου Επίχαρμου και άλλων. Από τη Λέρο κατάγεται ο Φερεκύδης, ο πρώτος Έλληνας λογογράφος, και στην Τήλο γεννήθηκε η ποιήτρια Ήριννα, σύγχρονη της Σαπφούς, που οι στίχοι θεωρήθηκαν ισότιμοι με τους στίχους του Ομήρου. Εξ ίσου σημαντική υπήρξε και η ανάπτυξη των τεχνών. Από τους Ροδίους ξεχωρίζει ο Χάρης ο Λίνδιος, ο δημιουργός του Κολοσσού, και οι Πολύδωρος και Αθηνόδωρος, δημιουργοί του περίφημου συμπλέγματος του Λαοκόοντος. Η Ρόδος, τέλος, ανέδειξε ονομαστούς αθλητές ολυμπιονίκες, όπως ο Διαγόρας, οι γιοι του Δαμάγητος, Ακουσίλαος και Δωριεύς και οι εγγονοί του Ευκλής και Πεισίροδος. Οι Ρόδιοι, κατ' εξοχήν ναυτικός λαός, κατάρτισαν ιδιαίτερο ναυτικό και εμπορικό δίκαιο, γνωστόως «Νόμος Ροδίων Ναυτικός», για τον οποίο ο αυτοκράτορας Αντωνίνος είπε: «Εγώ μεν του κόσμου κύριος, ο δε Ρόδιος νόμος της θαλάσσης». Στην αυγή του Χριστιανισμού Ήδη από τον Ιο μ.Χ. αιώνα ο Χριστιανισμός διαδίδεται στη Δωδεκάνησο. Στην Πάτμο ο εξόριστος Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει την «Αποκάλυψη» του. Ο Απόστολος Παύλος περνώντας από την Κω και τη Λίνδο της Ρόδου διδάσκει τη νέα θρησκεία της αγάπης. Στα επόμενα χρόνια τα νησιά της Δωδεκανήσου αποτελούν τμήμα βυζαντινής αυτοκρατορίας και συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση της ναυτικής της δύναμης.
Οι Ενετοί
Τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου εξ αιτίας της γεωγραφικής θέσης τους, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, εκεί όπου συναντήθηκαν και συγκρούστηκαν λαοί και πολιτισμοί, δέχτηκαν τις καταστροφικές επιδρομές πρώτα των Περσών και στη συνέχεια των Αράβων, των Σελτζούκων Τούρκων και των Σταυροφόρων της Δύσης. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204) η Ρόδος και τα γειτονικά της νησιά κυβερνώνται, ως ανεξάρτητη Ηγεμονία, από τον Έλληνα ευγενή Λέοντα Γαβαλά που έλαβε τον τίτλο του Καίσαρα και Αυθέντη των Κυκλάδων. Την Αστυπάλαια κυβέρνησε από το 1207 ο ενετικός οίκος των Κουερίνι. Βενετοί κατέλαβαν και την Πάτμο. Στα 1306 τα νησιά Κάρπαθος και Κάσος κατελήφθησαν από τον κρητικό ευπατρίδη Ανδρέα Κορνάρο, ενώ στα 1309 οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννου κατέλαβαν τη Ρόδο και λίγο αργότερα τα νησιά Χάλκη, Σύμη, Τήλο, Κω, Λέρο και Κάλυμνο. Οι Ιππότες ήταν χωρισμένοι σε εθνότητες που η κάθε μία μιλούσε τη δική της γλώσσα: Προβηγκίας, Ωβέρνης, Γαλλίας, Ιταλίας, Αραγώνας, Αγγλίας και Γερμανίας (αργότερα και της Καστίλλης). Κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ρόδου από τους Ιππότες, υπάρχει άνθιση των γραμμάτων και των τεχνών, όπως σε όλες της μη τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές.
Οι Οθωμανοί
Κατά το έτος 1480 ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής δοκίμασε να καταλάβει με το στόλο του τη Δωδεκάνησο. Οι Ιππότες, με τη βοήθεια του ομόθρησκου ελληνικού πληθυσμού, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τους Τούρκους. Όμως, το 1522 ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Α' ο Μεγαλοπρεπής πολιόρκησε και πάλι τη Ρόδο, που παραδόθηκε μετά από ηρωική αντίσταση, την 1η Ιανουαρίου 1523, ενώ την τύχη της είχε μετά από ένα χρόνο και η Κως. Από δε το 1537 όλα τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου αποτελούν πλέον τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στον Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας το 1821, η Δωδεκάνησος βρέθηκε αλληλέγγυα στο μαχόμενο Έθνος. Η Κως υπέστη τις σφαγές των Οθωμανών, ενώ η Κάσος που με τον στόλο της πρόσφερε σημαντικότατες υπηρεσίες στον Αγώνα, καταστράφηκε ολοσχερώς μετά από ηρωική άμυνα, τον Μάιο του 1824. Τα περισσότερα από τα προνομιούχα νησιά, αρχικά τμήμα του πρώτου ελληνικού κράτους, με κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια, ξαναδόθηκαν στην Τουρκία με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830, με το οποίο ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος. Την άνοιξη του 1912 η Ιταλία, που πολεμούσε με την Τουρκία για την Κυρηναϊκή, κατέλαβε τα νησιά για να πιέσει τους Τούρκους να υποχωρήσουν, δημιουργώντας στον ελληνικό πληθυσμό των νησιών την ψευδαίσθηση της επικείμενης απελευθέρωσης του, με υποσχέσεις για Αυτονομία και Αυτοδιοίκηση.
Η Ιταλοκρατία
Με την κήρυξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου, τον Οκτώβρη του 1912, η Ιταλία, υπαναχώρησε από την αρχική της θέση και υπέγραψε Συνθήκη Ειρήνης με την Τουρκία, σύμφωνα με την οποία η Ιταλία θα έπαιρνε τη Λιβύη και η Τουρκία θα επανακτούσε τη Δωδεκάνησο. Η Ιταλία, όμως,εξακολούθησε να παραμένει στα νησιά με πρόσχημα την πλήρη εφαρμογή από την Τουρκία των όρων της Συνθήκης. Με τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα ζήτησε επίσημα τη Δωδεκάνησο από την Ιταλία, επικαλούμενη λόγους εθνικοϊστορικούς. Η Ιταλία, εκμεταλλευόμενη τη Μικρασιατική Καταστροφή, πέτυχε την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης στις 24.7.1923, με την οποία η Τουρκία παραιτήθηκε επισήμως των δικαιωμάτων της στη Δωδεκάνησο που έγινε πλέον ιταλική κτήση με ειδική νομοθετική αυτονομία. Τα Δωδεκάνησα ονομάστηκαν «Ιταλικά νησιά του Αιγαίου» και υπέστησαν τη σκληρότερη ίσως πολιτική που επέβαλε ποτέ η Ιταλία σε κυριαρχούμενη από αυτή ξένη κτήση. Με μία σειρά αλλεπάλληλων διαταγμάτων, τη δήμευση περιουσιών, την ίδρυση Καθολικής Αρχιεπισκοπής, τον έλεγχο της εκπαίδευσης, την επιβολή της ιταλικής ιθαγένειας καθώς και μία σειρά κατασταλτικών μέτρων που οδήγησαν ακόμα και σε αιματηρές συγκρούσεις με τον δωδεκανησιακό λαό, τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος Ιταλός κυβερνήτης, ο Mario Lago και ο Duce De Vecchi αντίστοιχα που τον διαδέχθηκε το 1936, κυβέρνησαν με στρατιωτικό νόμο και ιδιαίτερα σκληρά μέτρα. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι, κατά την περίοδο που κατείχαν τη Δωδεκάνησο, οι Ιταλοί εργάστηκαν μεθοδικά για τον αφελληνισμό του ντόπιου πληθυσμού με την ιταλοποίηση της Παιδείας, έπληξαν την Ορθόδοξη Εκκλησία, χτύπησαν τη γεωργία, εμπόδισαν την ανάπτυξη της αλιείας, δεν βοήθησαν την ανάπτυξη βιομηχανίας, ούτε για την επεξεργασία γεωργικών προϊόντων, εγκατέλειψαν τα χωριά σε μεσαιωνικές συνθήκες υγιεινής, πήραν τα πλουσιότερα χωράφια από τις ελληνικές κοινότητες και τα έδωσαν σε ιταλούς εποίκους υπό μορφή δύο μεγάλων γεωργικών συνεταιρισμών, και προσπάθησαν να απομακρύνουν τους Έλληνες κατοίκους των νησιών από τη διοίκηση του τόπου τους. Δηλαδή με χαρακτηριστικά έργα βιτρίνας προσπάθησαν να επιβάλλουν έναν ιταλικό χαρακτήρα στα νησιά, αδιαφορώντας για την υποδομή και την ουσιαστική ανάπτυξη τους. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Ταξίαρχου Χ. Τσιγάντε, αρχηγού της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσου και ιδρυτή του Ιερού Λόχου που απελευθέρωσε τα Δωδεκάνησα το 1944-45: «έχτισαν άχρηστα παλάτια οι Ιταλοί και υπόγειες αποθήκες και πυροβολεία και η Ρόδος δεν έχει λιμάνι. Και μες στην πόλη τα ελληνόπουλα κάνουν μάθημα ξυπόλητα στον νάρθηκα των Αγίων Αναργύρων». Το αποτέλεσμα ήταν δεκάδες χιλιάδες Δωδεκανησίων να πάρουν το δρόμο της εξορίας και να εγκατασταθούν στην Αυστραλία, την Αίγυπτο, την ελεύθερη Ελλάδα, τις Η.Π.Α, τη Νότια Αμερική, την Αιθιοπία και αλλού.
Η Τουρκία
Η Τουρκία, παρά την παραίτηση της από τη Δωδεκάνησο με τη Συνθήκη της Λωζάνης, δεν βγήκε ποτέ οριστικά από το παιχνίδι. Το γεγονός ότι «δεν υπήρχαν τουρκικά ίχνη στα νησιά παρά τους αιώνες τουρκικής κατοχής» δεν εμπόδισε τους Τούρκους. Αιτία η στρατηγική θέση της Δωδεκανήσου και η εγγύτητα της στις μικρασιατικές ακτές. Η αρχή έγινε με τη διατύπωση αμφισβητήσεων για τα ακριβή όρια ανάμεσα στην ιταλοκρατούμενη Δωδεκάνησο και την τουρκική επικράτεια. Στις 4.1.1932 υπογράφηκε στην Αγκυρα ιταλοτουρκική σύμβαση που οριοθετούσε ορισμένα σημεία στη θαλάσσια περιοχή του Καστελόριζου. Τα δύο μέρη αντήλλαξαν επιστολές, δια των οποίων ανέλαβαν την υποχρέωση να καθορίσουν και το υπόλοιπο τμήμα των ιταλοτουρκικών θαλασσίων συνόρων στην περιοχή της Δωδεκανήσου. Ο καθορισμός επισημοποιήθηκε με το πρακτικό που υπογράφηκε στην Αγκυρα την 28.12.1932. Με τη συμφωνία αυτή προσδιορίστηκε πού ανήκουν όλα τα νησαία εδάφη της περιοχής, τα οποία «ουδεμίας αμφισβητήσεως αποτελούν αντικείμενον». Αφορμή για καινούρια εμπλοκή της Τουρκίας ήταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος που ώθησε την Αγγλία και τη Γαλλία να ζητήσουν τη βοήθεια της. Οι διαπραγματεύσεις οδήγησαν στην υπογραφή της Συνθήκης αμοιβαίας βοήθειας Γαλλίας-Αγγλίας-Τουρκίας στις 19/10/1939. Η Συνθήκη αυτή προέβλεπε ότι η Τουρκία θα έδινε κάθε δυνατή βοήθεια στους εταίρους της σε περίπτωση επιθετικής ενέργειας μίας ευρωπαϊκής δύναμης που θα οδηγούσε σε πόλεμο στη Μεσόγειο. Θα βοηθούσε επίσης τους εταίρους της αν αυτοί εμπλέκονταν σε πόλεμο εξαιτίας των εγγυήσεων που έδωσαν στην Ελλάδα και τη Ρουμανία τον Απρίλιο του 1939. Οι Αγγλογάλλοι με τη σειρά τους θα βοηθούσαν την Τουρκία αν έπεφτε θύμα επιθετικής ενέργειας εκ μέρους ευρωπαϊκού κράτους, ή αν εμπλεκόταν στον πόλεμο εξαιτίας των υποχρεώσεων που απέρρεαν από το Βαλκανικό Σύμφωνο.
Στη Συνθήκη αυτή υπήρχε συνημμένη στρατιωτική σύμβαση, της οποίας το άρθρο 3 προέβλεπε ότι σε ενδεχόμενη επιχείρηση κατάληψης της Δωδεκανήσου, θα χρησιμοποιούνταν τουρκικές κυρίως δυνάμεις σε συνεργασία με όσες βρετανικές θα υπήρχαν διαθέσιμες εκείνη τη στιγμή. Αυτό ήταν το συμμαχικό δόλωμα για να κερδίσουν τη συμμετοχή της Τουρκίας στον πόλεμο και στο πλευρό τους. Οι Τούρκοι όμως δεν ήταν διατεθειμένοι να σπάσουν το βολικότατο καθεστώς της ουδετερότητας. Μάλιστα μετά την υπογραφή της Συμφωνίας αυτής φρόντισαν να μην της δώσουν μεγάλη δημοσιότητα, αποφεύγοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε κριτική στη γερμανική πολιτική. Έτσι ήλπιζαν να καθησυχάσουν και τις ανησυχίες αυτής της πλευράς. Παρ' όλα αυτά άρπαξαν την ευκαιρία στο πλαίσιο των συνεχών διαπραγματεύσεων τους με τους συμμάχους να τονίσουν το ενδιαφέρον τους για τη Δωδεκάνησο, τη βουλγαρική Θράκη και την Αλβανία εντός της σφαίρας επιρροής της Τουρκίας. Το θέμα έμεινε στάσιμο τότε, γιατί η Τουρκία δεν βοήθησε τελικά την Ελλάδα στον πόλεμο.
Το διπλωματικό παρασκήνιο
Η μελέτη των αρχείων δείχνει καθαρά ότι η Δωδεκάνησος βρισκόταν εν μέσω γενικού παζαρέματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στο διπλωματικό επίπεδο, το φθινόπωρο του 1945 το Συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών στο Λονδίνο αναγνώριζε ότι η Δωδεκάνησος έπρεπε να δοθεί στην Ελλάδα, έως τον Ιούνιο του επόμενου έτους οι Βρετανοί, συμφωνώντας με την αμερικανική πρόταση, παζάρευαν το Καστελόριζο και συζητούσαν να δοθεί στην Τουρκία ενώ δεν υπήρχε, επίσημα τουλάχιστον, κανένα τουρκικό αίτημα. Ξαφνικά άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι τα Δωδεκάνησα θα συνδυαστούν με την τύχη των Στενών. Την άλλη μέρα η Ε.Σ.Σ.Δ συγκατατέθηκε σε μια αιφνίδια μεταστροφή της στην επίλυση του Δωδεκανησιακού, καταπλήσσοντας τους πάντες. Πιθανότατα η Ε.Σ.Σ.Δ έχασε τις ελπίδες της να κερδίσει κάτι από τη νομή των ιταλικών αποικιών, ή τις στρατιωτικές βάσεις στο Αιγαίο που τόσο πολύ επιθυμούσε, και αποφάσισε να υποστηρίξει αυτό που έως πριν θεωρούσε ως αντιδραστικό και σωβινιστικό αίτημα της Ελλάδας (στα εθνικά αιτήματα της χώρας εντασσόταν και η επαναχάραξη της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου, κάτι που ήταν οδυνηρό για τη Σοβιετική Ένωση και τις σχέσεις της με το εγκαταστημένο πια στην εξουσία φίλο, κομμουνιστικό κόμμα της Βουλγαρίας). Συναινώντας άλλωστε στην παραχώρηση της Δωδεκανήσου διευκόλυνε πολιτικά τη θέση του ΚΚΕ απέναντι στον ελληνικό λαό.
Αντίθετα, πάντως, με την τακτική της Σοβιετικής Ένωσης, ο ρόλος των Βρετανών αποδείχτηκε τελικά, παρά τη διφορούμενη στάση τους, πολύ χρησιμότερος για τα ελληνικά συμφέροντα. Πρέπει να επισημάνομε ότι η διφορούμενη στάση των Βρετανών δεν παρεξηγήθηκε μόνον από τους Έλληνες αλλά και από τους Ιταλούς της Δωδεκανήσου, οι οποίοι νόμιζαν ότι είχαν κερδίσει τη συμπάθεια και το ενδιαφέρον της βρετανικής κυβέρνησης. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να σκεφθούν οι Ιταλοί ότι η Βρετανία ετοιμάζει ένα ιδιόμορφο, και πάντως ελεγχόμενο από αυτούς, καθεστώς για τη Δωδεκάνησο. Η έρευνα όμως του αρχειακού υλικού των βρετανικών αρχείων αποκαλύπτει ότι στην πραγματικότητα οι Βρετανοί δεν είχαν καμία επιφύλαξη για την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα. Εκτός από την αναμφισβήτητη ελληνικότητα των νησιών, ένας λόγος παραπάνω ήταν ότι τα άλλα εδαφικά αιτήματα της Ελλάδας ήταν πιο δύσκολο να πραγματωθούν και η ελληνική κυβέρνηση είχε ανάγκη μιας επιτυχίας για να αποκτήσει ένα πλεονέκτημα στον αγώνα της με την Αριστερά. Η αλήθεια είναι λοιπόν ότι οι Βρετανοί είχαν αγωνία να προσφέρουν μια τέτοια επιτυχία στην ελληνική κυβέρνηση. Ήταν απλώς η στάση των Αμερικανών αλλά και ο φόβος της Ε.Σ.Σ.Δ που τους εμπόδιζαν να κάνουν βιαστικές κινήσεις. «Αν αποτύχομε να δώσομε τα νησιά στην Ελλάδα, ενώ τα ελέγχομε, θα γελοιοποιηθούμε διεθνώς, τη στιγμή που η Ρωσία μοιράζει εχθρικά εδάφη στους δορυφόρους της», υπογράμμιζε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ernest Bevin το Σεπτέμβρη του 1945 σε σχετικό υπόμνημα του. Πρέπει να σημειωθεί τέλος ότι υπήρχε και μια βασική διαφορά νοοτροπίας ανάμεσα στους Έλληνες και τουςΒρετανούς που δημιουργούσε παρεξηγήσεις. Το παραδοσιακό βρετανικό φλέγμα ήταν που τους εμπόδιζε να κατανοήσουν γιατί επείγονται τόσο πολύ οι Έλληνες Δωδεκανήσιοι να ενωθούν με την Ελλάδα. «Επιθυμούν τόσο πολύ την ένωση που τους έγινε νεύρωση!» σημείωνε στις 2.7.1946 οΒρετανός πρέσβυς Reilly. Η οπτική του βρετανικού υπουργείου των Εξωτερικών είναι αλήθεια ότι ήταν σαφής ήδη από το Μάρτη του 1943. Δηλαδή οι Βρετανοί (α) έβλεπαν ευνοϊκά το θέμα παραχώρησης των Νήσων στην Ελλάδα αν και δήλωναν «όχι από τώρα δεσμεύσεις», (β) στο ζήτημα της συμμετοχής του ελληνικού στρατού σε μελλοντικές επιχειρήσεις στη Δωδεκάνησο απαντούσαν «είναι στρατιωτικό θέμα. Εμείς πάντως θα εισηγηθούμε ευνοϊκά», (γ) για τη συμμετοχή Ελλήνων στη μελλοντική διοίκηση τηςΔωδεκανήσου τα πράγματα ήταν ακόμα πιο περίπλοκα. Το βρετανικό υπόμνημα κατέληγε στην ευχή να μη χρειαστεί η συμμετοχή της Τουρκίας στη μελλοντική δωδεκανησιακή επιχείρηση, γιατί η Τουρκία θα ζητούσε σίγουρα ανταλλάγματα που θα περιέπλεκαν τρομερά την κατάσταση. Με βάση αυτό το σκεπτικό απάντησε ο Eden στο τηλεγράφημα του Churchill που πρότεινε να ζητήσουν βοήθεια από τους Τούρκους, δηλαδή αεροπορικές διευκολύνσεις, με αντάλλαγμα τη Ρόδο. Η εμπειρία όμως του Eden από συζητήσεις του στο Κάιρο, αμέσως μετά τη διάσκεψη της Μόσχας, με τον Τούρκο ΥΠΈΞ Νουμέν Μενεμετζίογλου το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ήταν πέρα για πέρα αρνητική. «Κανένας δεν είναι τόσο κουφός, όσο ένας Τούρκος που δεν θέλει να πεισθεί»,έγραφε ο Eden στον Churchill. Ο Eden πίστευε ότι οι Τούρκοι πάλι δεν θα αναλάμβαναν τιςευθύνες τους και το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν η παράβαση του δόγματος «καμμία εδαφική συζήτηση πριν από τον πόλεμο» και η αγανάκτηση των Ελλήνων συμμάχων τους.
Μετά την αλλαγή της στάσης της Ε.Σ.Σ.Δ που τάχθηκε υπέρ της παράδοσης της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα γνωστοποιήθηκε από το βρετανικό ΥΠΈΞ στις ελληνικές αρχές ότι τα νησιά θα παραδοθούν μόλις υπογραφεί η ιταλική συνθήκη ειρήνης και ότι το ίδιο θα ερχόταν σε επαφή μετους Αμερικανούς για να ρυθμιστούν οι λεπτομέρειες της μεταβίβασης αυτής. Τον Ιούλιο του 1946 ο έλληνας πρωθυπουργός Κ. Τσαλδάρης επισκέπτεται το Λονδίνο για επείγουσες συνομιλίες με τον αμερικανό υπουργό των Εξωτερικών James Byrnes και τον βρετανό ομόλογο του Ε. Bevin. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, ζητά από τον Bevin να επιτραπεί η αποστολή μερικών ελλήνων αξιωματούχων για να μετάσχουν στη διοίκηση των Νησιών, μαζί μετους Βρετανούς. Ο Bevin, όπως και οι Αμερικανοί λίγο αργότερα, συμφώνησε υπό την αίρεση ότι αυτό θα γίνει σιωπηρά για να μη δώσει λαβή για σχόλια. Το εντυπωσιακό είναι ότι τόνισε στον έλληνα πρωθυπουργό ότι παραχώρησε και το Καστελόριζο στην Ελλάδα, αν και η κυβέρνηση του το είχε υποσχεθεί αρχικά στην Τουρκία λόγω εγγύτητας. Η Ελλάδα έπρεπε να υποσχεθεί τώρα ότι
δεν θα υπέθαλπε τις φήμες που κυκλοφορούσαν για διεκδίκηση, ή αυτονομία της Ίμβρου και της Τενέδου, γιατί η Τουρκία είχε ανησυχήσει. Ο Κ. Τσαλδάρης τον διαβεβαίωσε ότι η Ελλάδα έχει τιςκαλύτερες διαθέσεις απέναντι στην Τουρκία και δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Bevin είχε χρησιμοποιήσει και ένα άλλο δυνατό επιχείρημα για να προλάβει πιθανές αντιρρήσεις των Τούρκων: κάθε προβολή διεκδίκησης του Καστελόριζου και της Σύμης από την Τουρκία θα ενθάρρυνε τους Σοβιετικούς να πιέσουν για αναθεώρηση του καθεστώτος των Στενών. Αυτό ήταν ικανό φόβητρο, δεδομένης της τουρκοσοβιετικής έντασης που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Τελικά η ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου εγκρίθηκε ομόφωνα στις 21.9.1946 από την πολιτική και εδαφική επιτροπή για τη συνθήκη ειρήνης με την Ιταλία. Ο προσδιορισμός όμως των ορίων της εκχωρούμενης περιοχής δεν ήταν σαφής. Η διατύπωση της πρώτης παραγράφου του άρθρου 12του σχεδίου ήταν ότι «η Ιταλία εκχωρεί στην Ελλάδα κατά πλήρη κυριαρχίαν τας νήσους της Δωδεκανήσου» χωρίς να τις κατονομάζει. Σημειωτέον ότι, όταν παραχωρήθηκαν από την Τουρκία στην Ιταλία με τη Συνθήκη της Λωζάνης, τα νησιά είχαν απαριθμηθεί και προσαρτήθηκε και σχετικός χάρτης. Τελικά με τη μεσολάβηση του Ιωάννη Πολίτη, στο κείμενο της Συνθήκης ενσωματώθηκε απαρίθμηση των δεκατεσσάρων μεγαλύτερων νησιών και μνεία ότι παραχωρούνται επίσης και οι νησίδες και βραχονησίδες οι παρακείμενες των νησιών. Η ελληνική κυβέρνηση κατά την ημέρα της υπογραφής της Συνθήκης, δηλαδή στις 10.2.1947, διευκρίνισε με τις παρατηρήσεις της ότι οι μνημονευόμενες, παρακείμενες των νησιών νησίδες και βραχονησίδες είναι αυτές πουευρίσκοντο υπό ιταλική κυριαρχία, όταν εισήλθε η Ιταλία στον πόλεμο. Σήμερα, η τόνωση της εθνικής μνήμης με τον εορτασμό της επετείου της 10ης Φεβρουαρίου έχει διπλό στόχο μετά την εκδήλωση της τουρκικής αδιαλλαξίας στο Αιγαίο και την έγερση επιχειρημάτων περί υπάρξεως «γκρίζων ζωνών». Στο συνημμένο τηλεγράφημα no 198 με ημερομηνία 2.2.1933 της Ιταλικής Διοικήσεως των Νήσων του Αιγαίου χάρτη που απευθύνεται σε όλες τις στρατιωτικές βάσεις της Ιταλίας στα νησιά, καθορίζονται τα όρια της ιταλικής κυριαρχίας στα ιταλοτουρκικά χωρικά ύδατα, όπως αυτά ορίσθηκαν στο πρακτικό του Δεκεμβρίου του 1932.
Ο χάρτης, χαραγμένος δια χειρός, σε χαρτί σχεδιαστηρίου, υπογράφεται από τον Ιταλό ναύαρχο Soldati και τον Τούρκο αξιωματικό του ναυτικού Erugrul Bey. Μετά την κρίση σταΊμια, που είναι δύο από τις βραχονησίδες που ανήκουνστο δωδεκανησιακό σύμπλεγμα στο Αιγαίο, η δημοσιοποίηση του εγγράφου αυτού από την Υπηρεσία Διπλωματικού Αρχείου του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών το 1997 στον τόμο «Δωδεκάνησος-Η μακρά πορεία προς την ενσωμάτωση» (εκδ. Καστανιώτης) αποκτά ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα. Η ανάληψη της διοίκησης των νησιών από την Ελλάδα έγινε στις 31 Μαρτίου 1947 με την παράδοση από τους Βρετανούς στον Έλληνα στρατιωτικό διοικητή Αντιναύαρχο Π. Ιωαννίδη, ένα μήνα σχεδόν μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης. Οι Βρετανοί ζήτησαν αρχικά να τους καταβληθούν τα έξοδα της στρατιωτικής διοικήσεως της Δωδεκανήσου πριν αποχωρήσουν, αλλά εν συνεχεία και μετά από πιέσεις του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών, απέσυραν το αίτημα. Η περίοδος της ελληνικής στρατιωτικής διοικήσεως αποτέλεσε το τελευταίο και προπαρασκευαστικό στάδιο πριν από την επίσημη προσάρτηση των νησιών στην Ελλάδα, η οποία πραγματοποιήθηκε με την επικύρωση της Συνθήκης Ειρήνης. Η χαρά και ο πόνος των Δωδεκανησίων για την Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα μπορεί ναπεριγραφεί με ένα χαρακτηριστικό γεγονός που έχει παραμείνει ολοζώντανο στη μνήμη των Καλυμνίων. Μετά την υποστολή της αγγλικής σημαίας και την ανύψωση της ελληνικής, οι Καλύμνιοι αποχώρησαν σκυφτοί και η πλατεία του νησιού άδειασε. Τότε, ο άγγλος αξιωματικός, ξαφνιασμένος, ρώτησε τον έλληνα συνάδελφο του ταγματάρχη Ζαχαράκη γιατί έφυγε τόσο γρήγορα όλος ο κόσμος. Διερωτήθηκε μάλιστα μήπως είχαν δυσαρεστηθεί από τη μετάβαση της εξουσίας από τους Αγγλους στους Έλληνες. Ο μετέπειτα στρατηγός Ζαχαράκης, χωρίς να πει τίποτε, οδήγησε τον άγγλο αξιωματικό στο νεκροταφείο του νησιού. Εκεί ήταν μαζεμένοι όλοι οι Καλύμνιοι. Είχαν πάει στο νεκροταφείο να αναγγείλουν στους προγόνους τους ότι η Κάλυμνος ξαναγινόταν ελληνική. Γιατί είχε γίνει έθιμο, όσοι πέθαιναν να αφήνουν ευχή και κατάρα να τους το πουν μόλις η Κάλυμνος ξαναγινόταν ελληνική.
«Τότε είπε και γεννήθηκε η θάλασσα...Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς»,έγραψε ο Έλληνας ποιητής, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, Οδυσσέας Ελύτης. Φαίνεται ότι οι θεοί επέδειξαν, περισσή επιμέλεια και υπομονή όταν φιλοτεχνούσαν αυτόν τον τόπο. Και αναγκάσθηκαν να κάνουν πολλές δοκιμές, κι ας ήταν θεοί, για να συνταιριάξουν τόσο καλά στεριά, βράχους και θάλασσα. Αυτό είναι το Αιγαίο.
Αναπόσπαστο τμήμα του ελληνισμού που για 6 χιλιάδες χρόνια,λόγω της γεωγραφικής του θέσης και της φυσικής του διαμόρφωσης με τις εκατοντάδες μικρά και μεγάλα νησιά μετέφερε μηνύματα από τη μια ήπειρο στην άλλη. Κοιτίδα πολιτισμού και πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Στο Αιγαίο όλα είναι ουσιώδη, τίποτε περιττό. Το τοπίο, σαν αρχαίος ναός, αποτυπώνει αβίαστα και απλά την αιωνιότητα. Η ελιά, η συκιά και η άμπελος ήταν το στολίδικαι ηδόξα του τόπου. Το νερό, λίγο και ακριβό. Ο άνθρωπος χρειάστηκε με υπομονή να σκάψει τον βράχο για να κάνει δυνατή την επιβίωση του, να παράγει, να δημιουργήσει, να χτίσει ναούς, κάστρα και γεφύρια, δρόμους. Πέρασαν κατακτητές, ληστές και πειρατές. Οι άνθρωποι δεν κουράστηκαν γιατί η γη ήταν λίγη, μα ο ουρανός απέραντος «για να διαβάζει μόνος του την απεραντοσύνη» όπως έγραψε ο νομπελίστας ποιητής, Οδυσσέας Ελύτης.
Σημ. Εν Κρυπτώ: Περισσότερα στο σχετικό αφιέρωμα του ΓΕΕΘΑ εδώ.
Με τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τη νίκη των Συμμάχων σε βάρος των δυνάμεων του άξονα, η μικρή Ελλάδα με τη μεγαλειώδη αντίσταση, που έκανε το πρόσωπο-σύμβολο της νίκης Winston Churchill ν' αναφωνήσει τη μνημειώδη φράση «πολέμησαν ως ήρωες, πολέμησαν ως Έλληνες!», μετρούσε απώλειες παντός είδους: σε άμαχο πληθυσμό, σε νεκρούς στα μέτωπα, σε φυσικό πλούτο και εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας.
Μόνη ελπίδα από τη μοιρασιά της λείας του πολέμου δεν φαινόταν άλλη -όπως και έγινε- από την εκπλήρωση του αιώνιου πόθου των Δωδεκανησίων για την Ένωση των νήσων τους με τη Μητέρα Ελλάδα.
Η ιταλική ανακωχή του 1943, η παράδοση των νησιών από τους Γερμανούς στα συμμαχικά στρατεύματα στις 8 Μαΐου 1945, η απόφαση των νικητών του Πολέμου να αποδοθούν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα, η αγγλική στρατιωτική κατοχή μέχρι την 31η Μαρτίου 1947 και η υπογραφή στις 10 Φεβρουαρίου 1947 στο Παρίσι της Συνθήκης Ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων και συνασπισμένων δυνάμεων (μεταξύ αυτών και της Ελλάδας), και της Ιταλίας από την άλλη, αποτέλεσαν μία αλυσίδα γεγονότων που κατέληξαν στο αίσιο για τη Δωδεκάνησο τέρμα, της επανενσωμάτωσής τους στην Ελλάδα με το Ν.518/9.1.1948 που ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων με συμβολική ημερομηνία έναρξης ισχύος την 28η Οκτωβρίου 1947. Και η 7η Μαρτίου ορίσθηκε πλέον ως ημέρα του πανηγυρικού εορτασμού της Ενσωμάτωσης. Με το παράδοξο όνομα Δωδεκάνησος, αφού ουσιαστικά πρόκειται για σύμπλεγμα δεκατεσσάρων μεγάλων νησιών (αναφερόμαστε στη Ρόδο, την Αστυπάλαια, την Κάλυμνο, την Κάρπαθο, την Κάσο, την Κω, τη Λέρο, τη Νίσυρο, την Πάτμο, τη Σύμη, την Τήλο, τη Χάλκη, το Καστελόριζο και τους Λειψούς), καθώς και πολυάριθμες αραιοκατοικημένες ή ακατοίκητες νησίδες και βραχονησίδες στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, με επιφάνεια 2.681 τ.χ. και πληθυσμό 163.476 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 1991.
Πίσω στην Ιστορία
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν τα νησιά Σποράδες, καθώς φαίνονται άτακτα σπαρμένα κατά μήκος της μικρασιατικής ακτής, σε αντίθεση με τις Κυκλάδες, που μοιάζουν να σχηματίζουν κύκλο γύρω από το ιερό νησί της Δήλου. Η Δωδεκάνησος με την εξαιρετική της θέση στην ανατολική Μεσόγειο δεσπόζει στις θαλάσσιες οδούς ανάμεσα στην Ευρώπη, τον Εύξεινο Πόντο, τη Συρία και την Αίγυπτο. Το κλίμα της, το ωραιότερο της Μεσογείου και τις φυσικές τους καλλονές ύμνησαν Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς και ποιητές. Οι αρχές της δωδεκανησιακής ιστορίας χάνονται μέσα στο ημίφως της προϊστορίας και της μυθολογίας. Οι αρχαίοι μύθοι θέλουν τη Ρόδο να αναδύεται από τους βυθούς του Αιγαίου για να γίνει δώρο στον Απόλλωνα. Πρώιμοι κάτοικοι της Ρόδου και των άλλων νησιών αναφέρονται οι μυθικοί Τελχίνες, οι Κάρες, οι Φοίνικες, οι Αχαιοί, και άλλοι κατά τη νεολιθική, μινωική και μυκηναϊκή περίοδο. Ο Όμηρος αναφέρει τη συμμετοχή των νησιών στην πανελλήνια τρωική εκστρατεία. Η άλωση της Τροίας, πλήττοντας το εμπόριο και τις πειρατικές κινήσεις των Λυκίων, έδωσε τη θαλασσοκρατορία στη Ρόδο. Αργότερα Δωριείς άποικοι εγκαθίστανται στα νησιά και επιβάλλουν τη γλώσσα τους. Η θαλασσοκρατορία των Ροδίων συντελεί στην αύξηση και ευημερία του πληθυσμού και την ίδρυση ανθηρότατων αποικιών στη δυτική Μεσόγειο. Το πλήθος των αρχαιολογικών ευρημάτων αυτής της εποχής στα νησιά, μαρτυρούν την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της νησιωτικής περιοχής, που αποτέλεσε (ιδιαίτερα η Ρόδος) μεγάλο εμπορικό και ναυτικό κέντρο και εστία ελληνικού πολιτισμού. Λίγο πριν από τους περσικούς πολέμους τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου κατελήφθησαν από τους Πέρσες. Μετά τη νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα ο αθηναϊκός στόλος ελευθέρωσε όλα τα νησιά, που έγιναν στη συνέχεια μέλη της Α' Αθηναϊκής Συμμαχίας. Γύρω στα 480 π.Χ. η Κάμειρος, η Ιαλυσός και η Λίνδος της Ρόδου, η Κως και μικρασιατικές δωρικές πόλεις της Κνίδου και της Αλικαρνασσού σχημάτισαν πολιτική ομοσπονδία, τη Δωρική Εξάπολη.
Το 480 π.Χ. οι τρεις παλιές πόλεις της νήσου, η Λίνδος, η Ιαλυσός και η Κάμιρος συνενώθηκαν σε ένα νέο συνοικισμό που από τότε αποτελεί το ένδοξο άστυ της Ρόδου. Η πόλη, κτισμένη αμφιθεατρικά γύρω από τα πέντε λιμάνια της, δίκαια ονομάσθηκε, για την λαμπρότητα των κτηρίων και των μνημείων της, πόλη του Θεού Ήλιου. Στα Ελληνιστικά χρόνια η Ρόδος βρίσκεται στον Κολοφώνα της ακμής της. Οι Ρόδιοι, με την προσφιλή τους πολιτική της ουδετερότητας στη διαμάχη μεταξύ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προκαλούν την οργή του ισχυρού Αντιγόνου και ο γιος του, ο περίφημος Δημήτριος ο Πολιορκητής, πολιορκεί τη Ρόδο το 305-304 π. Χ. χωρίς να πετύχει την κατάληψη της. Σε ανάμνηση της ηρωικής τους άμυνας οι Ρόδιοι έστησαν τον περίφημο Κολοσσό, τεράστιο άγαλμα του θεού Ήλιου και ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, που έπεσε στον καταστρεπτικό για τη Ρόδο και τα γύρω νησιά σεισμό του 227 π.Χ. Όταν η Ρώμη υπέταξε τις ελληνικές χώρες, κυριάρχησε και στα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου εκτός από τη Ρόδο. Και παρά τη Συμμαχία ανάμεσα στη Ρόδο και στη Ρώμη, διάφοροι Ρωμαίοι στρατηγοί, κατά καιρούς, την παραβίασαν και λεηλάτησαν τα πλούτη της Ρόδου. Ο Μάρκος Αντώνιος αποκατέστησε την ελευθερία της Ρόδου που απέκτησε και πάλι την παλιά της ακμή και έγινε ξανά κέντρο των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών. Η Δωδεκάνησος κατέχει εξέχουσα θέση στην ιστορία του ελληνικού πολιτισμού. Από την Ρόδο κατάγονται ο Κλεόβουλος, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, οι ποιητές Πείσανδρος, Τιμοκρέων, Απολλώνιος, Ανταγόρας, οι γραμματικοί Καλλίξενος, Ευαγόρας, Τιμαχίδας, οι ιστορικοί Διονύσιος, Ζήνων, οι φιλόσοφοι Παναίτιος, Εκάτων, Ανδρόνικος, οι γεωγράφοι Εύδοξος και Τιμοσθένης και άλλοι πολλοί. Παράλληλα, διάσημοι πνευματικοί άνθρωποι του αρχαίου κόσμου, φιλόσοφοι, φιλόλογοι, ρήτορες,αστρονόμοι δίδαξαν στις ξακουστές σχολές της Ρόδου, ιδιαίτερα στη ρητορική σχολή που ίδρυσε ο εξόριστος στη Ρόδο Αθηναίος ρήτορας Αισχίνης και άκμασε στους ελληνιστικούς και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η πόλη Κως, από τις ωραιότερες παράλιες πόλεις του ελληνορωμαϊκού κόσμου, είναι η πατρίδα του πατέρα της ιατρικής Ιπποκράτη, του ποιητή Φιλητά, του κωμωδιογράφου Επίχαρμου και άλλων. Από τη Λέρο κατάγεται ο Φερεκύδης, ο πρώτος Έλληνας λογογράφος, και στην Τήλο γεννήθηκε η ποιήτρια Ήριννα, σύγχρονη της Σαπφούς, που οι στίχοι θεωρήθηκαν ισότιμοι με τους στίχους του Ομήρου. Εξ ίσου σημαντική υπήρξε και η ανάπτυξη των τεχνών. Από τους Ροδίους ξεχωρίζει ο Χάρης ο Λίνδιος, ο δημιουργός του Κολοσσού, και οι Πολύδωρος και Αθηνόδωρος, δημιουργοί του περίφημου συμπλέγματος του Λαοκόοντος. Η Ρόδος, τέλος, ανέδειξε ονομαστούς αθλητές ολυμπιονίκες, όπως ο Διαγόρας, οι γιοι του Δαμάγητος, Ακουσίλαος και Δωριεύς και οι εγγονοί του Ευκλής και Πεισίροδος. Οι Ρόδιοι, κατ' εξοχήν ναυτικός λαός, κατάρτισαν ιδιαίτερο ναυτικό και εμπορικό δίκαιο, γνωστόως «Νόμος Ροδίων Ναυτικός», για τον οποίο ο αυτοκράτορας Αντωνίνος είπε: «Εγώ μεν του κόσμου κύριος, ο δε Ρόδιος νόμος της θαλάσσης». Στην αυγή του Χριστιανισμού Ήδη από τον Ιο μ.Χ. αιώνα ο Χριστιανισμός διαδίδεται στη Δωδεκάνησο. Στην Πάτμο ο εξόριστος Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει την «Αποκάλυψη» του. Ο Απόστολος Παύλος περνώντας από την Κω και τη Λίνδο της Ρόδου διδάσκει τη νέα θρησκεία της αγάπης. Στα επόμενα χρόνια τα νησιά της Δωδεκανήσου αποτελούν τμήμα βυζαντινής αυτοκρατορίας και συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση της ναυτικής της δύναμης.
Οι Ενετοί
Τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου εξ αιτίας της γεωγραφικής θέσης τους, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, εκεί όπου συναντήθηκαν και συγκρούστηκαν λαοί και πολιτισμοί, δέχτηκαν τις καταστροφικές επιδρομές πρώτα των Περσών και στη συνέχεια των Αράβων, των Σελτζούκων Τούρκων και των Σταυροφόρων της Δύσης. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204) η Ρόδος και τα γειτονικά της νησιά κυβερνώνται, ως ανεξάρτητη Ηγεμονία, από τον Έλληνα ευγενή Λέοντα Γαβαλά που έλαβε τον τίτλο του Καίσαρα και Αυθέντη των Κυκλάδων. Την Αστυπάλαια κυβέρνησε από το 1207 ο ενετικός οίκος των Κουερίνι. Βενετοί κατέλαβαν και την Πάτμο. Στα 1306 τα νησιά Κάρπαθος και Κάσος κατελήφθησαν από τον κρητικό ευπατρίδη Ανδρέα Κορνάρο, ενώ στα 1309 οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννου κατέλαβαν τη Ρόδο και λίγο αργότερα τα νησιά Χάλκη, Σύμη, Τήλο, Κω, Λέρο και Κάλυμνο. Οι Ιππότες ήταν χωρισμένοι σε εθνότητες που η κάθε μία μιλούσε τη δική της γλώσσα: Προβηγκίας, Ωβέρνης, Γαλλίας, Ιταλίας, Αραγώνας, Αγγλίας και Γερμανίας (αργότερα και της Καστίλλης). Κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ρόδου από τους Ιππότες, υπάρχει άνθιση των γραμμάτων και των τεχνών, όπως σε όλες της μη τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές.
Οι Οθωμανοί
Κατά το έτος 1480 ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής δοκίμασε να καταλάβει με το στόλο του τη Δωδεκάνησο. Οι Ιππότες, με τη βοήθεια του ομόθρησκου ελληνικού πληθυσμού, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τους Τούρκους. Όμως, το 1522 ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Α' ο Μεγαλοπρεπής πολιόρκησε και πάλι τη Ρόδο, που παραδόθηκε μετά από ηρωική αντίσταση, την 1η Ιανουαρίου 1523, ενώ την τύχη της είχε μετά από ένα χρόνο και η Κως. Από δε το 1537 όλα τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου αποτελούν πλέον τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στον Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας το 1821, η Δωδεκάνησος βρέθηκε αλληλέγγυα στο μαχόμενο Έθνος. Η Κως υπέστη τις σφαγές των Οθωμανών, ενώ η Κάσος που με τον στόλο της πρόσφερε σημαντικότατες υπηρεσίες στον Αγώνα, καταστράφηκε ολοσχερώς μετά από ηρωική άμυνα, τον Μάιο του 1824. Τα περισσότερα από τα προνομιούχα νησιά, αρχικά τμήμα του πρώτου ελληνικού κράτους, με κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια, ξαναδόθηκαν στην Τουρκία με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830, με το οποίο ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος. Την άνοιξη του 1912 η Ιταλία, που πολεμούσε με την Τουρκία για την Κυρηναϊκή, κατέλαβε τα νησιά για να πιέσει τους Τούρκους να υποχωρήσουν, δημιουργώντας στον ελληνικό πληθυσμό των νησιών την ψευδαίσθηση της επικείμενης απελευθέρωσης του, με υποσχέσεις για Αυτονομία και Αυτοδιοίκηση.
Η Ιταλοκρατία
Με την κήρυξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου, τον Οκτώβρη του 1912, η Ιταλία, υπαναχώρησε από την αρχική της θέση και υπέγραψε Συνθήκη Ειρήνης με την Τουρκία, σύμφωνα με την οποία η Ιταλία θα έπαιρνε τη Λιβύη και η Τουρκία θα επανακτούσε τη Δωδεκάνησο. Η Ιταλία, όμως,εξακολούθησε να παραμένει στα νησιά με πρόσχημα την πλήρη εφαρμογή από την Τουρκία των όρων της Συνθήκης. Με τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα ζήτησε επίσημα τη Δωδεκάνησο από την Ιταλία, επικαλούμενη λόγους εθνικοϊστορικούς. Η Ιταλία, εκμεταλλευόμενη τη Μικρασιατική Καταστροφή, πέτυχε την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης στις 24.7.1923, με την οποία η Τουρκία παραιτήθηκε επισήμως των δικαιωμάτων της στη Δωδεκάνησο που έγινε πλέον ιταλική κτήση με ειδική νομοθετική αυτονομία. Τα Δωδεκάνησα ονομάστηκαν «Ιταλικά νησιά του Αιγαίου» και υπέστησαν τη σκληρότερη ίσως πολιτική που επέβαλε ποτέ η Ιταλία σε κυριαρχούμενη από αυτή ξένη κτήση. Με μία σειρά αλλεπάλληλων διαταγμάτων, τη δήμευση περιουσιών, την ίδρυση Καθολικής Αρχιεπισκοπής, τον έλεγχο της εκπαίδευσης, την επιβολή της ιταλικής ιθαγένειας καθώς και μία σειρά κατασταλτικών μέτρων που οδήγησαν ακόμα και σε αιματηρές συγκρούσεις με τον δωδεκανησιακό λαό, τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος Ιταλός κυβερνήτης, ο Mario Lago και ο Duce De Vecchi αντίστοιχα που τον διαδέχθηκε το 1936, κυβέρνησαν με στρατιωτικό νόμο και ιδιαίτερα σκληρά μέτρα. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι, κατά την περίοδο που κατείχαν τη Δωδεκάνησο, οι Ιταλοί εργάστηκαν μεθοδικά για τον αφελληνισμό του ντόπιου πληθυσμού με την ιταλοποίηση της Παιδείας, έπληξαν την Ορθόδοξη Εκκλησία, χτύπησαν τη γεωργία, εμπόδισαν την ανάπτυξη της αλιείας, δεν βοήθησαν την ανάπτυξη βιομηχανίας, ούτε για την επεξεργασία γεωργικών προϊόντων, εγκατέλειψαν τα χωριά σε μεσαιωνικές συνθήκες υγιεινής, πήραν τα πλουσιότερα χωράφια από τις ελληνικές κοινότητες και τα έδωσαν σε ιταλούς εποίκους υπό μορφή δύο μεγάλων γεωργικών συνεταιρισμών, και προσπάθησαν να απομακρύνουν τους Έλληνες κατοίκους των νησιών από τη διοίκηση του τόπου τους. Δηλαδή με χαρακτηριστικά έργα βιτρίνας προσπάθησαν να επιβάλλουν έναν ιταλικό χαρακτήρα στα νησιά, αδιαφορώντας για την υποδομή και την ουσιαστική ανάπτυξη τους. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Ταξίαρχου Χ. Τσιγάντε, αρχηγού της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσου και ιδρυτή του Ιερού Λόχου που απελευθέρωσε τα Δωδεκάνησα το 1944-45: «έχτισαν άχρηστα παλάτια οι Ιταλοί και υπόγειες αποθήκες και πυροβολεία και η Ρόδος δεν έχει λιμάνι. Και μες στην πόλη τα ελληνόπουλα κάνουν μάθημα ξυπόλητα στον νάρθηκα των Αγίων Αναργύρων». Το αποτέλεσμα ήταν δεκάδες χιλιάδες Δωδεκανησίων να πάρουν το δρόμο της εξορίας και να εγκατασταθούν στην Αυστραλία, την Αίγυπτο, την ελεύθερη Ελλάδα, τις Η.Π.Α, τη Νότια Αμερική, την Αιθιοπία και αλλού.
Η Τουρκία
Η Τουρκία, παρά την παραίτηση της από τη Δωδεκάνησο με τη Συνθήκη της Λωζάνης, δεν βγήκε ποτέ οριστικά από το παιχνίδι. Το γεγονός ότι «δεν υπήρχαν τουρκικά ίχνη στα νησιά παρά τους αιώνες τουρκικής κατοχής» δεν εμπόδισε τους Τούρκους. Αιτία η στρατηγική θέση της Δωδεκανήσου και η εγγύτητα της στις μικρασιατικές ακτές. Η αρχή έγινε με τη διατύπωση αμφισβητήσεων για τα ακριβή όρια ανάμεσα στην ιταλοκρατούμενη Δωδεκάνησο και την τουρκική επικράτεια. Στις 4.1.1932 υπογράφηκε στην Αγκυρα ιταλοτουρκική σύμβαση που οριοθετούσε ορισμένα σημεία στη θαλάσσια περιοχή του Καστελόριζου. Τα δύο μέρη αντήλλαξαν επιστολές, δια των οποίων ανέλαβαν την υποχρέωση να καθορίσουν και το υπόλοιπο τμήμα των ιταλοτουρκικών θαλασσίων συνόρων στην περιοχή της Δωδεκανήσου. Ο καθορισμός επισημοποιήθηκε με το πρακτικό που υπογράφηκε στην Αγκυρα την 28.12.1932. Με τη συμφωνία αυτή προσδιορίστηκε πού ανήκουν όλα τα νησαία εδάφη της περιοχής, τα οποία «ουδεμίας αμφισβητήσεως αποτελούν αντικείμενον». Αφορμή για καινούρια εμπλοκή της Τουρκίας ήταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος που ώθησε την Αγγλία και τη Γαλλία να ζητήσουν τη βοήθεια της. Οι διαπραγματεύσεις οδήγησαν στην υπογραφή της Συνθήκης αμοιβαίας βοήθειας Γαλλίας-Αγγλίας-Τουρκίας στις 19/10/1939. Η Συνθήκη αυτή προέβλεπε ότι η Τουρκία θα έδινε κάθε δυνατή βοήθεια στους εταίρους της σε περίπτωση επιθετικής ενέργειας μίας ευρωπαϊκής δύναμης που θα οδηγούσε σε πόλεμο στη Μεσόγειο. Θα βοηθούσε επίσης τους εταίρους της αν αυτοί εμπλέκονταν σε πόλεμο εξαιτίας των εγγυήσεων που έδωσαν στην Ελλάδα και τη Ρουμανία τον Απρίλιο του 1939. Οι Αγγλογάλλοι με τη σειρά τους θα βοηθούσαν την Τουρκία αν έπεφτε θύμα επιθετικής ενέργειας εκ μέρους ευρωπαϊκού κράτους, ή αν εμπλεκόταν στον πόλεμο εξαιτίας των υποχρεώσεων που απέρρεαν από το Βαλκανικό Σύμφωνο.
Στη Συνθήκη αυτή υπήρχε συνημμένη στρατιωτική σύμβαση, της οποίας το άρθρο 3 προέβλεπε ότι σε ενδεχόμενη επιχείρηση κατάληψης της Δωδεκανήσου, θα χρησιμοποιούνταν τουρκικές κυρίως δυνάμεις σε συνεργασία με όσες βρετανικές θα υπήρχαν διαθέσιμες εκείνη τη στιγμή. Αυτό ήταν το συμμαχικό δόλωμα για να κερδίσουν τη συμμετοχή της Τουρκίας στον πόλεμο και στο πλευρό τους. Οι Τούρκοι όμως δεν ήταν διατεθειμένοι να σπάσουν το βολικότατο καθεστώς της ουδετερότητας. Μάλιστα μετά την υπογραφή της Συμφωνίας αυτής φρόντισαν να μην της δώσουν μεγάλη δημοσιότητα, αποφεύγοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε κριτική στη γερμανική πολιτική. Έτσι ήλπιζαν να καθησυχάσουν και τις ανησυχίες αυτής της πλευράς. Παρ' όλα αυτά άρπαξαν την ευκαιρία στο πλαίσιο των συνεχών διαπραγματεύσεων τους με τους συμμάχους να τονίσουν το ενδιαφέρον τους για τη Δωδεκάνησο, τη βουλγαρική Θράκη και την Αλβανία εντός της σφαίρας επιρροής της Τουρκίας. Το θέμα έμεινε στάσιμο τότε, γιατί η Τουρκία δεν βοήθησε τελικά την Ελλάδα στον πόλεμο.
Το διπλωματικό παρασκήνιο
Η μελέτη των αρχείων δείχνει καθαρά ότι η Δωδεκάνησος βρισκόταν εν μέσω γενικού παζαρέματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στο διπλωματικό επίπεδο, το φθινόπωρο του 1945 το Συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών στο Λονδίνο αναγνώριζε ότι η Δωδεκάνησος έπρεπε να δοθεί στην Ελλάδα, έως τον Ιούνιο του επόμενου έτους οι Βρετανοί, συμφωνώντας με την αμερικανική πρόταση, παζάρευαν το Καστελόριζο και συζητούσαν να δοθεί στην Τουρκία ενώ δεν υπήρχε, επίσημα τουλάχιστον, κανένα τουρκικό αίτημα. Ξαφνικά άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι τα Δωδεκάνησα θα συνδυαστούν με την τύχη των Στενών. Την άλλη μέρα η Ε.Σ.Σ.Δ συγκατατέθηκε σε μια αιφνίδια μεταστροφή της στην επίλυση του Δωδεκανησιακού, καταπλήσσοντας τους πάντες. Πιθανότατα η Ε.Σ.Σ.Δ έχασε τις ελπίδες της να κερδίσει κάτι από τη νομή των ιταλικών αποικιών, ή τις στρατιωτικές βάσεις στο Αιγαίο που τόσο πολύ επιθυμούσε, και αποφάσισε να υποστηρίξει αυτό που έως πριν θεωρούσε ως αντιδραστικό και σωβινιστικό αίτημα της Ελλάδας (στα εθνικά αιτήματα της χώρας εντασσόταν και η επαναχάραξη της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου, κάτι που ήταν οδυνηρό για τη Σοβιετική Ένωση και τις σχέσεις της με το εγκαταστημένο πια στην εξουσία φίλο, κομμουνιστικό κόμμα της Βουλγαρίας). Συναινώντας άλλωστε στην παραχώρηση της Δωδεκανήσου διευκόλυνε πολιτικά τη θέση του ΚΚΕ απέναντι στον ελληνικό λαό.
Αντίθετα, πάντως, με την τακτική της Σοβιετικής Ένωσης, ο ρόλος των Βρετανών αποδείχτηκε τελικά, παρά τη διφορούμενη στάση τους, πολύ χρησιμότερος για τα ελληνικά συμφέροντα. Πρέπει να επισημάνομε ότι η διφορούμενη στάση των Βρετανών δεν παρεξηγήθηκε μόνον από τους Έλληνες αλλά και από τους Ιταλούς της Δωδεκανήσου, οι οποίοι νόμιζαν ότι είχαν κερδίσει τη συμπάθεια και το ενδιαφέρον της βρετανικής κυβέρνησης. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να σκεφθούν οι Ιταλοί ότι η Βρετανία ετοιμάζει ένα ιδιόμορφο, και πάντως ελεγχόμενο από αυτούς, καθεστώς για τη Δωδεκάνησο. Η έρευνα όμως του αρχειακού υλικού των βρετανικών αρχείων αποκαλύπτει ότι στην πραγματικότητα οι Βρετανοί δεν είχαν καμία επιφύλαξη για την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα. Εκτός από την αναμφισβήτητη ελληνικότητα των νησιών, ένας λόγος παραπάνω ήταν ότι τα άλλα εδαφικά αιτήματα της Ελλάδας ήταν πιο δύσκολο να πραγματωθούν και η ελληνική κυβέρνηση είχε ανάγκη μιας επιτυχίας για να αποκτήσει ένα πλεονέκτημα στον αγώνα της με την Αριστερά. Η αλήθεια είναι λοιπόν ότι οι Βρετανοί είχαν αγωνία να προσφέρουν μια τέτοια επιτυχία στην ελληνική κυβέρνηση. Ήταν απλώς η στάση των Αμερικανών αλλά και ο φόβος της Ε.Σ.Σ.Δ που τους εμπόδιζαν να κάνουν βιαστικές κινήσεις. «Αν αποτύχομε να δώσομε τα νησιά στην Ελλάδα, ενώ τα ελέγχομε, θα γελοιοποιηθούμε διεθνώς, τη στιγμή που η Ρωσία μοιράζει εχθρικά εδάφη στους δορυφόρους της», υπογράμμιζε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ernest Bevin το Σεπτέμβρη του 1945 σε σχετικό υπόμνημα του. Πρέπει να σημειωθεί τέλος ότι υπήρχε και μια βασική διαφορά νοοτροπίας ανάμεσα στους Έλληνες και τουςΒρετανούς που δημιουργούσε παρεξηγήσεις. Το παραδοσιακό βρετανικό φλέγμα ήταν που τους εμπόδιζε να κατανοήσουν γιατί επείγονται τόσο πολύ οι Έλληνες Δωδεκανήσιοι να ενωθούν με την Ελλάδα. «Επιθυμούν τόσο πολύ την ένωση που τους έγινε νεύρωση!» σημείωνε στις 2.7.1946 οΒρετανός πρέσβυς Reilly. Η οπτική του βρετανικού υπουργείου των Εξωτερικών είναι αλήθεια ότι ήταν σαφής ήδη από το Μάρτη του 1943. Δηλαδή οι Βρετανοί (α) έβλεπαν ευνοϊκά το θέμα παραχώρησης των Νήσων στην Ελλάδα αν και δήλωναν «όχι από τώρα δεσμεύσεις», (β) στο ζήτημα της συμμετοχής του ελληνικού στρατού σε μελλοντικές επιχειρήσεις στη Δωδεκάνησο απαντούσαν «είναι στρατιωτικό θέμα. Εμείς πάντως θα εισηγηθούμε ευνοϊκά», (γ) για τη συμμετοχή Ελλήνων στη μελλοντική διοίκηση τηςΔωδεκανήσου τα πράγματα ήταν ακόμα πιο περίπλοκα. Το βρετανικό υπόμνημα κατέληγε στην ευχή να μη χρειαστεί η συμμετοχή της Τουρκίας στη μελλοντική δωδεκανησιακή επιχείρηση, γιατί η Τουρκία θα ζητούσε σίγουρα ανταλλάγματα που θα περιέπλεκαν τρομερά την κατάσταση. Με βάση αυτό το σκεπτικό απάντησε ο Eden στο τηλεγράφημα του Churchill που πρότεινε να ζητήσουν βοήθεια από τους Τούρκους, δηλαδή αεροπορικές διευκολύνσεις, με αντάλλαγμα τη Ρόδο. Η εμπειρία όμως του Eden από συζητήσεις του στο Κάιρο, αμέσως μετά τη διάσκεψη της Μόσχας, με τον Τούρκο ΥΠΈΞ Νουμέν Μενεμετζίογλου το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ήταν πέρα για πέρα αρνητική. «Κανένας δεν είναι τόσο κουφός, όσο ένας Τούρκος που δεν θέλει να πεισθεί»,έγραφε ο Eden στον Churchill. Ο Eden πίστευε ότι οι Τούρκοι πάλι δεν θα αναλάμβαναν τιςευθύνες τους και το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν η παράβαση του δόγματος «καμμία εδαφική συζήτηση πριν από τον πόλεμο» και η αγανάκτηση των Ελλήνων συμμάχων τους.
Μετά την αλλαγή της στάσης της Ε.Σ.Σ.Δ που τάχθηκε υπέρ της παράδοσης της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα γνωστοποιήθηκε από το βρετανικό ΥΠΈΞ στις ελληνικές αρχές ότι τα νησιά θα παραδοθούν μόλις υπογραφεί η ιταλική συνθήκη ειρήνης και ότι το ίδιο θα ερχόταν σε επαφή μετους Αμερικανούς για να ρυθμιστούν οι λεπτομέρειες της μεταβίβασης αυτής. Τον Ιούλιο του 1946 ο έλληνας πρωθυπουργός Κ. Τσαλδάρης επισκέπτεται το Λονδίνο για επείγουσες συνομιλίες με τον αμερικανό υπουργό των Εξωτερικών James Byrnes και τον βρετανό ομόλογο του Ε. Bevin. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, ζητά από τον Bevin να επιτραπεί η αποστολή μερικών ελλήνων αξιωματούχων για να μετάσχουν στη διοίκηση των Νησιών, μαζί μετους Βρετανούς. Ο Bevin, όπως και οι Αμερικανοί λίγο αργότερα, συμφώνησε υπό την αίρεση ότι αυτό θα γίνει σιωπηρά για να μη δώσει λαβή για σχόλια. Το εντυπωσιακό είναι ότι τόνισε στον έλληνα πρωθυπουργό ότι παραχώρησε και το Καστελόριζο στην Ελλάδα, αν και η κυβέρνηση του το είχε υποσχεθεί αρχικά στην Τουρκία λόγω εγγύτητας. Η Ελλάδα έπρεπε να υποσχεθεί τώρα ότι
δεν θα υπέθαλπε τις φήμες που κυκλοφορούσαν για διεκδίκηση, ή αυτονομία της Ίμβρου και της Τενέδου, γιατί η Τουρκία είχε ανησυχήσει. Ο Κ. Τσαλδάρης τον διαβεβαίωσε ότι η Ελλάδα έχει τιςκαλύτερες διαθέσεις απέναντι στην Τουρκία και δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Bevin είχε χρησιμοποιήσει και ένα άλλο δυνατό επιχείρημα για να προλάβει πιθανές αντιρρήσεις των Τούρκων: κάθε προβολή διεκδίκησης του Καστελόριζου και της Σύμης από την Τουρκία θα ενθάρρυνε τους Σοβιετικούς να πιέσουν για αναθεώρηση του καθεστώτος των Στενών. Αυτό ήταν ικανό φόβητρο, δεδομένης της τουρκοσοβιετικής έντασης που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Τελικά η ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου εγκρίθηκε ομόφωνα στις 21.9.1946 από την πολιτική και εδαφική επιτροπή για τη συνθήκη ειρήνης με την Ιταλία. Ο προσδιορισμός όμως των ορίων της εκχωρούμενης περιοχής δεν ήταν σαφής. Η διατύπωση της πρώτης παραγράφου του άρθρου 12του σχεδίου ήταν ότι «η Ιταλία εκχωρεί στην Ελλάδα κατά πλήρη κυριαρχίαν τας νήσους της Δωδεκανήσου» χωρίς να τις κατονομάζει. Σημειωτέον ότι, όταν παραχωρήθηκαν από την Τουρκία στην Ιταλία με τη Συνθήκη της Λωζάνης, τα νησιά είχαν απαριθμηθεί και προσαρτήθηκε και σχετικός χάρτης. Τελικά με τη μεσολάβηση του Ιωάννη Πολίτη, στο κείμενο της Συνθήκης ενσωματώθηκε απαρίθμηση των δεκατεσσάρων μεγαλύτερων νησιών και μνεία ότι παραχωρούνται επίσης και οι νησίδες και βραχονησίδες οι παρακείμενες των νησιών. Η ελληνική κυβέρνηση κατά την ημέρα της υπογραφής της Συνθήκης, δηλαδή στις 10.2.1947, διευκρίνισε με τις παρατηρήσεις της ότι οι μνημονευόμενες, παρακείμενες των νησιών νησίδες και βραχονησίδες είναι αυτές πουευρίσκοντο υπό ιταλική κυριαρχία, όταν εισήλθε η Ιταλία στον πόλεμο. Σήμερα, η τόνωση της εθνικής μνήμης με τον εορτασμό της επετείου της 10ης Φεβρουαρίου έχει διπλό στόχο μετά την εκδήλωση της τουρκικής αδιαλλαξίας στο Αιγαίο και την έγερση επιχειρημάτων περί υπάρξεως «γκρίζων ζωνών». Στο συνημμένο τηλεγράφημα no 198 με ημερομηνία 2.2.1933 της Ιταλικής Διοικήσεως των Νήσων του Αιγαίου χάρτη που απευθύνεται σε όλες τις στρατιωτικές βάσεις της Ιταλίας στα νησιά, καθορίζονται τα όρια της ιταλικής κυριαρχίας στα ιταλοτουρκικά χωρικά ύδατα, όπως αυτά ορίσθηκαν στο πρακτικό του Δεκεμβρίου του 1932.
Ο χάρτης, χαραγμένος δια χειρός, σε χαρτί σχεδιαστηρίου, υπογράφεται από τον Ιταλό ναύαρχο Soldati και τον Τούρκο αξιωματικό του ναυτικού Erugrul Bey. Μετά την κρίση σταΊμια, που είναι δύο από τις βραχονησίδες που ανήκουνστο δωδεκανησιακό σύμπλεγμα στο Αιγαίο, η δημοσιοποίηση του εγγράφου αυτού από την Υπηρεσία Διπλωματικού Αρχείου του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών το 1997 στον τόμο «Δωδεκάνησος-Η μακρά πορεία προς την ενσωμάτωση» (εκδ. Καστανιώτης) αποκτά ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα. Η ανάληψη της διοίκησης των νησιών από την Ελλάδα έγινε στις 31 Μαρτίου 1947 με την παράδοση από τους Βρετανούς στον Έλληνα στρατιωτικό διοικητή Αντιναύαρχο Π. Ιωαννίδη, ένα μήνα σχεδόν μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης. Οι Βρετανοί ζήτησαν αρχικά να τους καταβληθούν τα έξοδα της στρατιωτικής διοικήσεως της Δωδεκανήσου πριν αποχωρήσουν, αλλά εν συνεχεία και μετά από πιέσεις του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών, απέσυραν το αίτημα. Η περίοδος της ελληνικής στρατιωτικής διοικήσεως αποτέλεσε το τελευταίο και προπαρασκευαστικό στάδιο πριν από την επίσημη προσάρτηση των νησιών στην Ελλάδα, η οποία πραγματοποιήθηκε με την επικύρωση της Συνθήκης Ειρήνης. Η χαρά και ο πόνος των Δωδεκανησίων για την Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα μπορεί ναπεριγραφεί με ένα χαρακτηριστικό γεγονός που έχει παραμείνει ολοζώντανο στη μνήμη των Καλυμνίων. Μετά την υποστολή της αγγλικής σημαίας και την ανύψωση της ελληνικής, οι Καλύμνιοι αποχώρησαν σκυφτοί και η πλατεία του νησιού άδειασε. Τότε, ο άγγλος αξιωματικός, ξαφνιασμένος, ρώτησε τον έλληνα συνάδελφο του ταγματάρχη Ζαχαράκη γιατί έφυγε τόσο γρήγορα όλος ο κόσμος. Διερωτήθηκε μάλιστα μήπως είχαν δυσαρεστηθεί από τη μετάβαση της εξουσίας από τους Αγγλους στους Έλληνες. Ο μετέπειτα στρατηγός Ζαχαράκης, χωρίς να πει τίποτε, οδήγησε τον άγγλο αξιωματικό στο νεκροταφείο του νησιού. Εκεί ήταν μαζεμένοι όλοι οι Καλύμνιοι. Είχαν πάει στο νεκροταφείο να αναγγείλουν στους προγόνους τους ότι η Κάλυμνος ξαναγινόταν ελληνική. Γιατί είχε γίνει έθιμο, όσοι πέθαιναν να αφήνουν ευχή και κατάρα να τους το πουν μόλις η Κάλυμνος ξαναγινόταν ελληνική.
«Τότε είπε και γεννήθηκε η θάλασσα...Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς»,έγραψε ο Έλληνας ποιητής, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, Οδυσσέας Ελύτης. Φαίνεται ότι οι θεοί επέδειξαν, περισσή επιμέλεια και υπομονή όταν φιλοτεχνούσαν αυτόν τον τόπο. Και αναγκάσθηκαν να κάνουν πολλές δοκιμές, κι ας ήταν θεοί, για να συνταιριάξουν τόσο καλά στεριά, βράχους και θάλασσα. Αυτό είναι το Αιγαίο.
Αναπόσπαστο τμήμα του ελληνισμού που για 6 χιλιάδες χρόνια,λόγω της γεωγραφικής του θέσης και της φυσικής του διαμόρφωσης με τις εκατοντάδες μικρά και μεγάλα νησιά μετέφερε μηνύματα από τη μια ήπειρο στην άλλη. Κοιτίδα πολιτισμού και πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Στο Αιγαίο όλα είναι ουσιώδη, τίποτε περιττό. Το τοπίο, σαν αρχαίος ναός, αποτυπώνει αβίαστα και απλά την αιωνιότητα. Η ελιά, η συκιά και η άμπελος ήταν το στολίδικαι ηδόξα του τόπου. Το νερό, λίγο και ακριβό. Ο άνθρωπος χρειάστηκε με υπομονή να σκάψει τον βράχο για να κάνει δυνατή την επιβίωση του, να παράγει, να δημιουργήσει, να χτίσει ναούς, κάστρα και γεφύρια, δρόμους. Πέρασαν κατακτητές, ληστές και πειρατές. Οι άνθρωποι δεν κουράστηκαν γιατί η γη ήταν λίγη, μα ο ουρανός απέραντος «για να διαβάζει μόνος του την απεραντοσύνη» όπως έγραψε ο νομπελίστας ποιητής, Οδυσσέας Ελύτης.
Σημ. Εν Κρυπτώ: Περισσότερα στο σχετικό αφιέρωμα του ΓΕΕΘΑ εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου