του Ηλία Ν. Ηλιακόπουλου, Δρ. Νομικής - δικηγόρου
Η χώρα μας αντιμετωπίζει εδώ και πολλές δεκαετίες οξύτατο δημογραφικό πρόβλημα, αποτέλεσμα μικρόψυχης πολιτικής των κατά καιρούς κυβερνώντων πολιτικάντηδων. Το Δημογραφικό πρόβλημα είναι η δημιουργία επί μέρους προβλημάτων που προέρχονται από την δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού μιας χώρας, χωρίς την επίδραση εξωτερικών αιτίων, όπως οι πόλεμοι, οι επιδημίες κλπ.
Ένας τόπος που έχει πληθυσμιακή παρακμή, δεν μπορεί ποτέ να οραματίζεται ότι θα έχει ανάπτυξη. Αυτό ως απάντηση στα ευχολόγια της εσωτερικής τρόϊκας που συνεχίζει τα ασύστολα ψεύδη της!
Το πρόβλημα μέχρι τώρα παρότι εντοπιζόταν , δεν γίνονταν ευρέως γνωστό, δεν γινόταν συνείδηση των κρατικών οργάνων, αφού άλλα τους ένοιαζαν, έτσι ώστε να μη λαμβάνονται μέτρα και η κατάσταση σιγά –σιγά να φτάσει στο απροχώρητο.
Σύντομη ιστορική αναδρομή θα φωτίσει περισσότερο το μεγάλο πρόβλημα της χώρας μας. Από υπάρξεως και ιδρύσεως του Ελληνικού κράτους, ο πληθυσμός της χώρα ήταν λίγος, μόλις 759.000 περίπου το 1828. Σιγά- σιγά ο πληθυσμός ανήλθε κάπως, φτάνοντας τα 2.500.000 κατοίκους με την απελευθέρωση των Ιονίων νήσων και της Θεσσαλίας. Από το 1890 έως το 1913 ο πληθυσμός είχε μεγάλες αφαιμάξεις από τις πολεμικές επιχειρήσεις του 1897 ως και του 1912-1913 αλλά και από τις μαζικές μεταναστεύσεις σε Αμερική και Ευρώπη (250.000 νέοι μετανάστες που αποτελούσαν το 1/3 του εργατικού δυναμικού της χώρας και από την μεγάλη θνησιμότητα λόγω επιδημιών).
Το 1922 έχουμε μια επίπλαστη αύξηση πληθυσμού λόγω εισόδου στην μητροπολιτική Ελλάδα 1.500.000 προσφύγων, φτάνοντας έτσι τα 5.000.000. ψυχές. Οι καλύτερες συνθήκες ζωής, η καταπολέμηση των επιδημιών δημιούργησαν αύξηση του πληθυσμού σε 7.300.000 το 1940 και 7.600.000 το 1951.
Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι είχαμε και μεγάλες απώλειες από την πολεμική περίοδο 1940-1949 που έφταναν τα 850.000 άτομα. Τον 20ο αιώνα έχουμε υψηλούς συντελεστές, τόσο γεννητικότητας όσο και θνησιμότητας. Στην συνέχεια παρατηρείται μείωση της βρεφικής θνησιμότητας. Μέχρι και το 1950 υπάρχει υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων, γιατί η Ελληνική οικογένεια ζώντας κυρίως στην ύπαιθρο, έκανε παιδιά.
Από το 1950 και μετά όμως, όταν άρχισε η εσωτερική μετανάστευση και η αστυφιλία, παρατηρείται μείωση του συντελεστή γονιμότητας , ενώ παράλληλα ανακόπτεται η πτώση του συντελεστή θνησιμότητας. Η απόσταση μεταξύ συντελεστών γεννητικότητας και θνησιμότητας άρχισε να περιορίζεται συνεχώς, φτάνοντας την δεκαετία του 80 στο 2,6, ενώ στην συνέχεια μειώθηκε στο 1. Ήδη η δραματική μείωση της φυσικής αυξήσεως δείχνει ότι πλησιάσαμε την καλούμενη «μηδενική αύξηση» του πληθυσμού. Οι γεννήσεις μειώνονται δραματικά από το 1950 και μετά, φτάνοντας μέχρι το 1980 σε 150.000 , το 1990 στις 100.000 και το 1998 στις 96.350 και σήμερα σε ακόμη μεγαλύτερη δραματική πτώση.
Οι μαθητές δημοτικού το 1992-93 ήταν 780.772. Το 1997-1998 645.528 και σήμερα ακόμη λιγότεροι. Ο συντελεστής γονιμότητας που θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 2,1 τέκνα για να μπορεί να υπάρχει αναπλήρωση γενεών, από το 1980 και μετά μειώνεται διαρκώς για να φτάσει το 1990 στο 1,42 στη συνέχεια 1,38 γεννήσεις και σήμερα 1 έως 1,3 για κάθε μητέρα. Η γαμηλιότητα δηλαδή ο αριθμός συναπτόμενων γάμων ήταν πολύ μεγαλύτερος στην μεταπολεμική περίοδο από ότι είναι σήμερα.
Η πτώση της γαμηλιότητας επισκιάζει αναμφίβολα την γονιμότητα. Άλλη σημαντική αιτία μείωσης της γονιμότητας είναι η έξαρση των διαζυγίων στην χώρα μας. Στους 100 γάμους ετησίως είχαμε την δεκαετία του 1950, 5 διαζύγια, στις δεκαετίες 70,80 και 90 αυξάνονται σε ποσοστιαία βάση του 100 σε 6,1 , 10,6 και 13 τα διαζύγια αντίστοιχα. Πρόσφατη έρευνα έχει δείξει ότι στα 100 ζευγάρια πλέον τα 21 διαλύουν τον γάμο τους. Οι δημογραφικές συνέπειες είναι ολέθριες επειδή η διάλυση των γάμων αυτών γίνεται πριν ολοκληρωθεί η αναπαραγωγική περίοδος της ζωής. Υπάρχουν όμως και κοινωνικές συνέπειες γιατί πλην των άλλων, δημιουργείται πρόβλημα στα ανήλικα και στα τέκνα που βρίσκονται στην εφηβεία.
Βέβαια έχουμε μείωση της θνησιμότητας λόγω της πρόληψης των ασθενιών, της καλύτερης διατροφής και της εξυγίανσης του περιβάλλοντος. Ο μέσος όρος ζωής του έλληνα από 40 έτη, έφτασε στα 64 έτη, ενώ σήμερα είναι ακόμη πιο μακρόβιος και αναρριχώμενος στο όριο των 79 ετών μέσης διάρκειας ζωής. Μαζί μ’ αυτό και η βρεφική θνησιμότητα παρουσιάζει μια συνεχή μείωση. Όμως τα ανωτέρω δεν μπορούν να αποτελέσουν αντίδοτο στο έντονο δημογραφικό πρόβλημα των Ελλήνων. Αφού υπάρχουν όλο και λιγότερες γεννήσεις και όλο και περισσότερο αυξάνει ο γερασμένος πληθυσμός της χώρας!
Σ’ όλα τα παραπάνω η τάση για μετανάστευση ήταν πάντοτε μια δυναμική συνιστώσα της δημογραφικής μεταβολής στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει νοικοκυριό στην χώρα το οποίο να μην υπέστη κατά την μεταπολεμική περίοδο την επίδραση της εξωτερικής ή εσωτερικής μετανάστευσης.
Στην μεταπολεμική περίοδο η εξωτερική μετανάστευση κατευθύνθηκε προς τον Καναδά και την Αυστραλία την δεκαετία του 60 και συνεχίστηκε την δεκαετία του 70 προς τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες και κυρίως προς την δυτική Γερμανία. Από την τάση της εξωτερικής μετανάστευσης επηρεάστηκε η πυραμίδα του πληθυσμού κατά ηλικία και ρόλο. Όσες θέσεις έμειναν κενές από αυτούς που έφυγαν για τα ξένα, καλύπτονταν από εσωτερικούς μετανάστες. Έτσι η μετανάστευση απέβη εξ ολοκλήρου σε βάρος του πληθυσμού των αγροτικών περιοχών. Όταν συρρικνώνεται η ύπαιθρος και σβήνει ο πυρήνας της Ελληνικής κοινωνίας -το χωριό και η κοινότητα- τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά.
Η εσωτερική μετανάστευση υπήρξε κι αυτή με την σειρά της δημογραφική μάστιγα , αφού την μεταπολεμική περίοδο ερήμωσαν οι αγροτικές περιοχές που έχασαν το 23% του πληθυσμού τους επ’ ωφελεία των αστικών περιοχών. Οι τάσεις αυτές της κίνησης του πληθυσμού επηρέασαν την σύνθεση του. Η πυραμίδα των ηλικιών πληθυσμού δυστυχώς παρουσιάζει γήρανση. Η πυραμίδα διογκώνεται προς τις μεγάλες ηλικίες με μακροχρόνια εξέλιξη των συνιστωσών της υπογεννητικότητας, της μείωσης της θνησιμότητας αλλά και της μετανάστευσης.
Ο πληθυσμός της Ελλάδος παρουσιάζει το φαινόμενο της βαθμιαίας γήρανσης σε όλη την μεταπολεμική περίοδο με κύρια χαρακτηριστικά την αύξηση της ποσοστιαίας αναλογίας του γεροντικού πληθυσμού από 7% σε 14%, την μείωση της αναλογίας του παιδικού πληθυσμού από 28% σε 19%, την μικρή αύξηση της αναλογίας του παραγωγικού πληθυσμού από 65% σε 67%.
Η αναλογία γήρανσης του γεροντικού πληθυσμού προς 100 μέλη του παιδικού πληθυσμού, παρουσιάζει συνεχή και σχεδόν σταθερή τάση αύξησης και μέσα σε σαράντα χρόνια τριπλασιάστηκε. Ενδεικτικό είναι ότι το 1951 στα 100 παιδιά αντιστοιχούσαν 25 ηλικιωμένοι. Το 1991 στα 100 παιδιά αντιστοιχούσαν 75 ηλικιωμένοι. Όλο και λιγότεροι νέοι εισέρχονται στην παραγωγή σε σχέση με τους αποχωρούντες ή τους ηλικιωμένους. Η Ελλάδα απέχει μακράν από τον στόχο ενός δημογραφικά υγειούς και λειτουργικά ρωμαλέου πληθυσμού. Έτσι στην αναλογία των 100 ατόμων οι 25 πρέπει να είναι παιδιά κάτω των 15 ετών, πρέπει να υπάρχουν μέχρι 10 υπερήλικες (65 ετών και άνω) και 65 ώριμοι ενήλικες (15 μέχρι 64 ετών).
Μόνον μια τέτοια σύνθεση χαρακτηρίζει δημογραφικά ώριμους πληθυσμούς και έτσι υπάρχει αντιστοιχία (1,86) περίπου εργαζομένων για κάθε συντηρούμενο μέλος της κοινωνίας. Με τα δεδομένα αυτά, τα οποία σημειωτέον έχουν χειροτερεύσει μέχρι σήμερα (έτος 2013) –καθότι τα κυριότερα στοιχεία της έρευνας είναι μέχρι το 1991 καταδεικνύεται πως η αρνητική πορεία που οδηγεί στην συρρίκνωση ενός εύρωστου πληθυσμού δεν είναι εύκολο να ανατραπεί.
Ο συνολικός πληθυσμός κινείται ήδη στην τάξη των 10 έως 12 εκατομμυρίων.
Ύστερα από την μικρή αυτή αύξηση αναμένεται να μειωθεί και όχι να αυξηθεί. Στον πληθυσμό αυτό προσμετρώνται και ομογενείς, παλιννοστούντες από τους χώρους της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και οι αλλοδαποί που εισήλθαν τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας και οι οποίοι είναι πολύ περισσότεροι από 500 χιλιάδες. Τα παραπάνω είναι ψεύτικα στοιχεία που ανακοινώνει δυστυχώς η κροκοδείλια Ελληνική πολιτεία. Εκείνο που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι η σύνθεση του πληθυσμού κατά ηλικία, η οποία θα εξακολουθήσει την διαδικασία της γήρανσης και το 2020 οι ηλικιωμένοι 65 ετών και άνω θα έχουν ξεπεράσει το 20%του συνολικού πληθυσμού από 14% που ήταν το έτος 1991 ενώ ο παιδικός πληθυσμός θα πέσει στο 17% δηλαδή κάτω από τα σημερινά επίπεδα του 19%.
Το φαινόμενο αυτό της ραγδαίας γήρανσης του πληθυσμού της χώρας μόνον με τη λήψη δραστικών μέτρων για την ανάκαμψη της γονιμότητας θα μπορούσε να ανατραπεί. Εξ άλλου η θνησιμότητα είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα και επομένως δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για βελτίωση.
Η γονιμότητα έχει δυνατότητα βελτίωσης με το σχηματισμό της οικογένειας και με την αύξηση του μέσου αριθμού κατά οικογένεια, ο οποίος πρέπει να εξασφαλίζει επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών δηλ. 2,1 τέκνα κατά γυναίκα. Έτσι μεγάλη σημασία δεν έχει τόσο το μέγεθος του πληθυσμού όσο η σύνθεση αυτών και η ισόρροπη κατανομή μεταξύ παιδικού, παραγωγικού και γεροντικού πληθυσμού. Ο τελευταίος στόχος να αυξηθεί δηλαδή η γονιμότητα και η σύνθεση του πληθυσμού να απαρτίζεται στο μεγαλύτερο μέρος τους από νεανικό πληθυσμό είναι μάλλον όνειρο απατηλό! Το φαινόμενο της υπογονιμότητας χτυπά δυστυχώς όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες χώρες , στις οποίες έχει πέσει ο δείκτης κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών! (2,1 τέκνα κατά γυναίκα).
Η χώρα μας δυστυχώς έφτασε στο επίπεδο του 1,32 έως 1, 43 παιδιά το 1991, το οποίο θεωρείται από τα χαμηλότερα του κόσμου. Σήμερα όμως είναι ακόμη χαμηλότερο έχοντας φτάσει στο δραματικό επίπεδο του 1 έως 1,3 παιδιά ανά Ελληνική οικογένεια, αριθμός εφιαλτικά χαμηλός.
Συγκριτικά με μας η Σουηδία ευρίσκεται σε καλύτερη θέση ενώ οι ΗΠΑ , Ιαπωνία και Ευρωπαϊκή Ένωση –πλην Γερμανίας- έχουν να επιδείξουν υψηλότερα επίπεδα γονιμότητας. Από τις γειτονικές χώρες, οι χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας καθώς και η Βουλγαρία είναι κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης αλλά σε υψηλότερα από μας επίπεδα με 1,88 και 1,73 αντίστοιχα τέκνα/ανά γυναίκα. Το φαινόμενο όμως είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό αφού οι μουσουλμανικές χώρες Αλβανία και Τουρκία παρουσιάζουν πολύ υψηλά επίπεδα γονιμότητας και ειδικότερα η πρώτη διπλάσιο και η δεύτερη τριπλάσιο(!) μέσο αριθμό τέκνων από ότι η χώρα μας!
Χαρακτηριστικό είναι πως ο Ερντογάν με την ευκαιρία την ημέρα της μητέρας στις 8 Μαρτίου 2013 μίλησε στην πόλη Σίιρντ λέγοντας πράγματα που στην Ελλάδα θα στιγματίζονταν από τα αξιοθρήνητα σε εξάρτηση ΜΜΕ. Είπε ότι οι Τουρκάλες θα πρέπει να έχουν τουλάχιστον τρία παιδιά!
http://ellas-afipnisi.blogspot.gr/
Η χώρα μας αντιμετωπίζει εδώ και πολλές δεκαετίες οξύτατο δημογραφικό πρόβλημα, αποτέλεσμα μικρόψυχης πολιτικής των κατά καιρούς κυβερνώντων πολιτικάντηδων. Το Δημογραφικό πρόβλημα είναι η δημιουργία επί μέρους προβλημάτων που προέρχονται από την δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού μιας χώρας, χωρίς την επίδραση εξωτερικών αιτίων, όπως οι πόλεμοι, οι επιδημίες κλπ.
Ένας τόπος που έχει πληθυσμιακή παρακμή, δεν μπορεί ποτέ να οραματίζεται ότι θα έχει ανάπτυξη. Αυτό ως απάντηση στα ευχολόγια της εσωτερικής τρόϊκας που συνεχίζει τα ασύστολα ψεύδη της!
Το πρόβλημα μέχρι τώρα παρότι εντοπιζόταν , δεν γίνονταν ευρέως γνωστό, δεν γινόταν συνείδηση των κρατικών οργάνων, αφού άλλα τους ένοιαζαν, έτσι ώστε να μη λαμβάνονται μέτρα και η κατάσταση σιγά –σιγά να φτάσει στο απροχώρητο.
Σύντομη ιστορική αναδρομή θα φωτίσει περισσότερο το μεγάλο πρόβλημα της χώρας μας. Από υπάρξεως και ιδρύσεως του Ελληνικού κράτους, ο πληθυσμός της χώρα ήταν λίγος, μόλις 759.000 περίπου το 1828. Σιγά- σιγά ο πληθυσμός ανήλθε κάπως, φτάνοντας τα 2.500.000 κατοίκους με την απελευθέρωση των Ιονίων νήσων και της Θεσσαλίας. Από το 1890 έως το 1913 ο πληθυσμός είχε μεγάλες αφαιμάξεις από τις πολεμικές επιχειρήσεις του 1897 ως και του 1912-1913 αλλά και από τις μαζικές μεταναστεύσεις σε Αμερική και Ευρώπη (250.000 νέοι μετανάστες που αποτελούσαν το 1/3 του εργατικού δυναμικού της χώρας και από την μεγάλη θνησιμότητα λόγω επιδημιών).
Το 1922 έχουμε μια επίπλαστη αύξηση πληθυσμού λόγω εισόδου στην μητροπολιτική Ελλάδα 1.500.000 προσφύγων, φτάνοντας έτσι τα 5.000.000. ψυχές. Οι καλύτερες συνθήκες ζωής, η καταπολέμηση των επιδημιών δημιούργησαν αύξηση του πληθυσμού σε 7.300.000 το 1940 και 7.600.000 το 1951.
Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι είχαμε και μεγάλες απώλειες από την πολεμική περίοδο 1940-1949 που έφταναν τα 850.000 άτομα. Τον 20ο αιώνα έχουμε υψηλούς συντελεστές, τόσο γεννητικότητας όσο και θνησιμότητας. Στην συνέχεια παρατηρείται μείωση της βρεφικής θνησιμότητας. Μέχρι και το 1950 υπάρχει υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων, γιατί η Ελληνική οικογένεια ζώντας κυρίως στην ύπαιθρο, έκανε παιδιά.
Από το 1950 και μετά όμως, όταν άρχισε η εσωτερική μετανάστευση και η αστυφιλία, παρατηρείται μείωση του συντελεστή γονιμότητας , ενώ παράλληλα ανακόπτεται η πτώση του συντελεστή θνησιμότητας. Η απόσταση μεταξύ συντελεστών γεννητικότητας και θνησιμότητας άρχισε να περιορίζεται συνεχώς, φτάνοντας την δεκαετία του 80 στο 2,6, ενώ στην συνέχεια μειώθηκε στο 1. Ήδη η δραματική μείωση της φυσικής αυξήσεως δείχνει ότι πλησιάσαμε την καλούμενη «μηδενική αύξηση» του πληθυσμού. Οι γεννήσεις μειώνονται δραματικά από το 1950 και μετά, φτάνοντας μέχρι το 1980 σε 150.000 , το 1990 στις 100.000 και το 1998 στις 96.350 και σήμερα σε ακόμη μεγαλύτερη δραματική πτώση.
Οι μαθητές δημοτικού το 1992-93 ήταν 780.772. Το 1997-1998 645.528 και σήμερα ακόμη λιγότεροι. Ο συντελεστής γονιμότητας που θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 2,1 τέκνα για να μπορεί να υπάρχει αναπλήρωση γενεών, από το 1980 και μετά μειώνεται διαρκώς για να φτάσει το 1990 στο 1,42 στη συνέχεια 1,38 γεννήσεις και σήμερα 1 έως 1,3 για κάθε μητέρα. Η γαμηλιότητα δηλαδή ο αριθμός συναπτόμενων γάμων ήταν πολύ μεγαλύτερος στην μεταπολεμική περίοδο από ότι είναι σήμερα.
Η πτώση της γαμηλιότητας επισκιάζει αναμφίβολα την γονιμότητα. Άλλη σημαντική αιτία μείωσης της γονιμότητας είναι η έξαρση των διαζυγίων στην χώρα μας. Στους 100 γάμους ετησίως είχαμε την δεκαετία του 1950, 5 διαζύγια, στις δεκαετίες 70,80 και 90 αυξάνονται σε ποσοστιαία βάση του 100 σε 6,1 , 10,6 και 13 τα διαζύγια αντίστοιχα. Πρόσφατη έρευνα έχει δείξει ότι στα 100 ζευγάρια πλέον τα 21 διαλύουν τον γάμο τους. Οι δημογραφικές συνέπειες είναι ολέθριες επειδή η διάλυση των γάμων αυτών γίνεται πριν ολοκληρωθεί η αναπαραγωγική περίοδος της ζωής. Υπάρχουν όμως και κοινωνικές συνέπειες γιατί πλην των άλλων, δημιουργείται πρόβλημα στα ανήλικα και στα τέκνα που βρίσκονται στην εφηβεία.
Βέβαια έχουμε μείωση της θνησιμότητας λόγω της πρόληψης των ασθενιών, της καλύτερης διατροφής και της εξυγίανσης του περιβάλλοντος. Ο μέσος όρος ζωής του έλληνα από 40 έτη, έφτασε στα 64 έτη, ενώ σήμερα είναι ακόμη πιο μακρόβιος και αναρριχώμενος στο όριο των 79 ετών μέσης διάρκειας ζωής. Μαζί μ’ αυτό και η βρεφική θνησιμότητα παρουσιάζει μια συνεχή μείωση. Όμως τα ανωτέρω δεν μπορούν να αποτελέσουν αντίδοτο στο έντονο δημογραφικό πρόβλημα των Ελλήνων. Αφού υπάρχουν όλο και λιγότερες γεννήσεις και όλο και περισσότερο αυξάνει ο γερασμένος πληθυσμός της χώρας!
Σ’ όλα τα παραπάνω η τάση για μετανάστευση ήταν πάντοτε μια δυναμική συνιστώσα της δημογραφικής μεταβολής στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει νοικοκυριό στην χώρα το οποίο να μην υπέστη κατά την μεταπολεμική περίοδο την επίδραση της εξωτερικής ή εσωτερικής μετανάστευσης.
Στην μεταπολεμική περίοδο η εξωτερική μετανάστευση κατευθύνθηκε προς τον Καναδά και την Αυστραλία την δεκαετία του 60 και συνεχίστηκε την δεκαετία του 70 προς τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες και κυρίως προς την δυτική Γερμανία. Από την τάση της εξωτερικής μετανάστευσης επηρεάστηκε η πυραμίδα του πληθυσμού κατά ηλικία και ρόλο. Όσες θέσεις έμειναν κενές από αυτούς που έφυγαν για τα ξένα, καλύπτονταν από εσωτερικούς μετανάστες. Έτσι η μετανάστευση απέβη εξ ολοκλήρου σε βάρος του πληθυσμού των αγροτικών περιοχών. Όταν συρρικνώνεται η ύπαιθρος και σβήνει ο πυρήνας της Ελληνικής κοινωνίας -το χωριό και η κοινότητα- τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά.
Η εσωτερική μετανάστευση υπήρξε κι αυτή με την σειρά της δημογραφική μάστιγα , αφού την μεταπολεμική περίοδο ερήμωσαν οι αγροτικές περιοχές που έχασαν το 23% του πληθυσμού τους επ’ ωφελεία των αστικών περιοχών. Οι τάσεις αυτές της κίνησης του πληθυσμού επηρέασαν την σύνθεση του. Η πυραμίδα των ηλικιών πληθυσμού δυστυχώς παρουσιάζει γήρανση. Η πυραμίδα διογκώνεται προς τις μεγάλες ηλικίες με μακροχρόνια εξέλιξη των συνιστωσών της υπογεννητικότητας, της μείωσης της θνησιμότητας αλλά και της μετανάστευσης.
Ο πληθυσμός της Ελλάδος παρουσιάζει το φαινόμενο της βαθμιαίας γήρανσης σε όλη την μεταπολεμική περίοδο με κύρια χαρακτηριστικά την αύξηση της ποσοστιαίας αναλογίας του γεροντικού πληθυσμού από 7% σε 14%, την μείωση της αναλογίας του παιδικού πληθυσμού από 28% σε 19%, την μικρή αύξηση της αναλογίας του παραγωγικού πληθυσμού από 65% σε 67%.
Η αναλογία γήρανσης του γεροντικού πληθυσμού προς 100 μέλη του παιδικού πληθυσμού, παρουσιάζει συνεχή και σχεδόν σταθερή τάση αύξησης και μέσα σε σαράντα χρόνια τριπλασιάστηκε. Ενδεικτικό είναι ότι το 1951 στα 100 παιδιά αντιστοιχούσαν 25 ηλικιωμένοι. Το 1991 στα 100 παιδιά αντιστοιχούσαν 75 ηλικιωμένοι. Όλο και λιγότεροι νέοι εισέρχονται στην παραγωγή σε σχέση με τους αποχωρούντες ή τους ηλικιωμένους. Η Ελλάδα απέχει μακράν από τον στόχο ενός δημογραφικά υγειούς και λειτουργικά ρωμαλέου πληθυσμού. Έτσι στην αναλογία των 100 ατόμων οι 25 πρέπει να είναι παιδιά κάτω των 15 ετών, πρέπει να υπάρχουν μέχρι 10 υπερήλικες (65 ετών και άνω) και 65 ώριμοι ενήλικες (15 μέχρι 64 ετών).
Μόνον μια τέτοια σύνθεση χαρακτηρίζει δημογραφικά ώριμους πληθυσμούς και έτσι υπάρχει αντιστοιχία (1,86) περίπου εργαζομένων για κάθε συντηρούμενο μέλος της κοινωνίας. Με τα δεδομένα αυτά, τα οποία σημειωτέον έχουν χειροτερεύσει μέχρι σήμερα (έτος 2013) –καθότι τα κυριότερα στοιχεία της έρευνας είναι μέχρι το 1991 καταδεικνύεται πως η αρνητική πορεία που οδηγεί στην συρρίκνωση ενός εύρωστου πληθυσμού δεν είναι εύκολο να ανατραπεί.
Ο συνολικός πληθυσμός κινείται ήδη στην τάξη των 10 έως 12 εκατομμυρίων.
Ύστερα από την μικρή αυτή αύξηση αναμένεται να μειωθεί και όχι να αυξηθεί. Στον πληθυσμό αυτό προσμετρώνται και ομογενείς, παλιννοστούντες από τους χώρους της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και οι αλλοδαποί που εισήλθαν τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας και οι οποίοι είναι πολύ περισσότεροι από 500 χιλιάδες. Τα παραπάνω είναι ψεύτικα στοιχεία που ανακοινώνει δυστυχώς η κροκοδείλια Ελληνική πολιτεία. Εκείνο που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι η σύνθεση του πληθυσμού κατά ηλικία, η οποία θα εξακολουθήσει την διαδικασία της γήρανσης και το 2020 οι ηλικιωμένοι 65 ετών και άνω θα έχουν ξεπεράσει το 20%του συνολικού πληθυσμού από 14% που ήταν το έτος 1991 ενώ ο παιδικός πληθυσμός θα πέσει στο 17% δηλαδή κάτω από τα σημερινά επίπεδα του 19%.
Το φαινόμενο αυτό της ραγδαίας γήρανσης του πληθυσμού της χώρας μόνον με τη λήψη δραστικών μέτρων για την ανάκαμψη της γονιμότητας θα μπορούσε να ανατραπεί. Εξ άλλου η θνησιμότητα είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα και επομένως δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για βελτίωση.
Η γονιμότητα έχει δυνατότητα βελτίωσης με το σχηματισμό της οικογένειας και με την αύξηση του μέσου αριθμού κατά οικογένεια, ο οποίος πρέπει να εξασφαλίζει επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών δηλ. 2,1 τέκνα κατά γυναίκα. Έτσι μεγάλη σημασία δεν έχει τόσο το μέγεθος του πληθυσμού όσο η σύνθεση αυτών και η ισόρροπη κατανομή μεταξύ παιδικού, παραγωγικού και γεροντικού πληθυσμού. Ο τελευταίος στόχος να αυξηθεί δηλαδή η γονιμότητα και η σύνθεση του πληθυσμού να απαρτίζεται στο μεγαλύτερο μέρος τους από νεανικό πληθυσμό είναι μάλλον όνειρο απατηλό! Το φαινόμενο της υπογονιμότητας χτυπά δυστυχώς όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες χώρες , στις οποίες έχει πέσει ο δείκτης κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών! (2,1 τέκνα κατά γυναίκα).
Η χώρα μας δυστυχώς έφτασε στο επίπεδο του 1,32 έως 1, 43 παιδιά το 1991, το οποίο θεωρείται από τα χαμηλότερα του κόσμου. Σήμερα όμως είναι ακόμη χαμηλότερο έχοντας φτάσει στο δραματικό επίπεδο του 1 έως 1,3 παιδιά ανά Ελληνική οικογένεια, αριθμός εφιαλτικά χαμηλός.
Συγκριτικά με μας η Σουηδία ευρίσκεται σε καλύτερη θέση ενώ οι ΗΠΑ , Ιαπωνία και Ευρωπαϊκή Ένωση –πλην Γερμανίας- έχουν να επιδείξουν υψηλότερα επίπεδα γονιμότητας. Από τις γειτονικές χώρες, οι χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας καθώς και η Βουλγαρία είναι κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης αλλά σε υψηλότερα από μας επίπεδα με 1,88 και 1,73 αντίστοιχα τέκνα/ανά γυναίκα. Το φαινόμενο όμως είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό αφού οι μουσουλμανικές χώρες Αλβανία και Τουρκία παρουσιάζουν πολύ υψηλά επίπεδα γονιμότητας και ειδικότερα η πρώτη διπλάσιο και η δεύτερη τριπλάσιο(!) μέσο αριθμό τέκνων από ότι η χώρα μας!
Χαρακτηριστικό είναι πως ο Ερντογάν με την ευκαιρία την ημέρα της μητέρας στις 8 Μαρτίου 2013 μίλησε στην πόλη Σίιρντ λέγοντας πράγματα που στην Ελλάδα θα στιγματίζονταν από τα αξιοθρήνητα σε εξάρτηση ΜΜΕ. Είπε ότι οι Τουρκάλες θα πρέπει να έχουν τουλάχιστον τρία παιδιά!
http://ellas-afipnisi.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου